Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354. Πριν τη γέννησή του οι εύποροι γονείς του, ο αρχιστράτηγος Σεκούνδος και η Ανθούσα, ήταν ειδωλολάτρες. Όταν γεννήθηκε ο Άγιος βαπτίστηκαν και οι δυο χριστιανοί. Λίγο μετά τη γέννηση του ο πατέρας του πέθανε. Έτσι η μητέρα του έμεινε χήρα στα 20 της χρόνια και αφιέρωσε τη ζωή της στην ανατροφή του γιου της. Όταν ο Άγιος έγινε 18 ετών βαπτίστηκε από τον Αγ. Μελέτιο, Πατριάρχη Αντιοχείας. Αργότερα μαθήτευσε στη φημισμένη φιλοσοφική σχολή της Αντιόχειας κοντά στο σπουδαίο, μα ειδωλολάτρη, σοφιστή Λιβάνιο. Τέτοιες ήταν οι επιδόσεις του Ιωάννη στη ρητορική, που όταν ο Λιβάνιος ρωτήθηκε ποιόν θα άφηνε διάδοχό του στη Σχολή απάντησε: «Τον Ιωάννη, αν δεν ήταν χριστιανός». Όμως η καρδιά του Αγίου δεν βρίσκει ικανοποίηση στις δικηγορικές του επιτυχίες. Έτσι στα 20 του γίνεται και πάλι σπουδαστής, στη θεολογική Σχολή της Αντιόχειας.
Όταν τελείωσε τις σπουδές του και αφού κοιμήθηκε και η μητέρα του, ήταν πια ελεύθερος να ακολουθήσει το μοναχικό βίο που τόσο ποθούσε. Αφήνοντας εμβρόντητους τους Αντιοχείς με αυτή του την απόφαση, ο Ιωάννης αποσύρεται στο «μεγάλο πανεπιστήμιο της ερήμου». Διάλεξε μάλιστα το φτωχότερο μοναστήρι και υπέβαλλε τον εαυτό του σε σκληραγωγίες. Στα 4 χρόνια που έμεινε στη μονή μελετούσε ακατάπαυστα την Αγ. Γραφή, έγραψε διάφορους Λόγους και έκανε πολλά θαύματα. Θέλοντας, όμως, να αποφύγει τον έπαινο των ανθρώπων αποσύρθηκε στην έρημο όπου και ζούσε σαν επίγειος άγγελος. Δεν είχε κανένα υλικό αγαθό που θα τον παρηγορούσε (στρώμα, λυχνάρι, ή τραπέζι) και η μόνη του τροφή ήταν παξιμάδι και νερό. Υπέμενε τόσο τον καύσωνα της μέρας όσο και το ψύχος της νύχτας. Όμως από την πολλή κακοπάθεια ασθένησε βαριά και ένιωθε έντονους πόνους στα νεφρά. Γι΄ αυτό μετά από 2 χρόνια ερημικής ζωής αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αντιόχεια. Ήταν κι αυτό μέρος της θεϊκής οικονομίας, ώστε να γίνει γνωστή σε όλους η λαμπρή του προσωπικότητα.
Με την επιστροφή του ο Πατριάρχης Αντιοχείας Μελέτιος τον χειροτονεί αναγνώστη και αργότερα (παρά τη θέλησή του) χειροτονείται διάκονος (378) και ιερέας (383). Από τότε άρχισε μια ζωή ακατάπαυστης δραστηριότητας. Η Αντιόχεια ήταν μια πολυπληθής πόλη με 500.000 κατοίκους από κάθε φυλή. Ο Ιωάννης κατάφερε να πολεμήσει τη διαφθορά και να επιβληθεί πνευματικά. Ο οξύς του λόγος ξυπνούσε τα πλήθη και η ζωντάνια και η παραστατικότητά του συνέπαιρναν το ακροατήριο. Πολλές φορές ο κόσμος τον χειροκροτούσε για το χρυσό του στόμα ακόμα και μέσα στο ναό. Έγραψε 1.447 Λόγους και 249 επιστολές. Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της Αντιόχειας. Έτσι όταν το 397 πέθανε ο Πατριάρχης Κων/λης, κλήρος και λαός υποχρέωσαν τον Ιωάννη να αναλάβει τον Πατριαρχικό θρόνο. Μόλις εγκαταστάθηκε στο Πατριαρχείο απλούστευσε τη ζωή σε όλους τους τομείς. Κατάργησε κάθε πολυτέλεια, περιόρισε στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής, εκποίησε διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και έδωσε τα χρήματα σε έργα αγάπης και ιεραποστολής. Ο Χρυσόστομος ως Πατριάρχης Κων/λης ήταν ο πρώτος που οργάνωσε συστηματικά την εξωτερική ιεραποστολή.
Παράλληλα έχτισε νοσοκομεία και κάθε είδους φιλανθρωπικά ιδρύματα, ενώ οργάνωνε καθημερινά συσσίτιο για 7.000 ορφανά, πτωχούς και χήρες. Μια τέτοια μορφή δεν άργησε να πέσει στη δυσμένεια των ισχυρών της Κων/λης. Η καθαρή ζωή και ο καυστικός λόγος του κίνησαν το φθόνο και την οργή ανάξιων επισκόπων και της ματαιόδοξης και φιλοχρήματης αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Κάποτε μάλιστα η άδικη αυτοκράτειρα είχε αρπάξει το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Αυτό έκανε το Χρυσόστομο να ελέγχει δημόσια την Ευδοξία και το περιβάλλον της. Εκείνη με τη σειρά της μετά από αφάνταστες ραδιουργίες κατάφερε να τον εξορίσει. Το πλοίο στο οποίο επιβίβασαν τον Άγιο ξεκίνησε για την εξορία. Τη νύχτα, όμως, τρομερός σεισμός συγκλόνισε τη συνοικία των ανακτόρων, με αποτέλεσμα να ανακληθεί αμέσως το διάταγμα της εξορίας και να γυρίσει ο Χρυσόστομος στη θέση του.
Σε λίγους μήνες η αυτοκράτειρα αποφασίζει να στήσει ένα αργυρό άγαλμά της απέναντι από το ναό της Αγ. Σοφίας. Στα αποκαλυπτήρια, μάλιστα, του αγάλματος έγιναν και γιορτές με ειδωλολατρικό χαρακτήρα. Ο ασυμβίβαστος Χρυσόστομος ανέβηκε και πάλι στον άμβωνα και εκφώνησε έναν από τους πιο καυστικούς του λόγους. Τότε η Ευδοξία παίρνει για δεύτερη φορά την απόφαση να τον εξορίσει. Ο λαός αντιδρά, μα ο Ιωάννης τους παρηγορεί. Έτσι, οδηγείται στον Καύκασο, στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, συνοδευόμενος από βάρβαρους στρατιώτες. Στα τρία χρόνια της εξορίας του στο χωριό Πιτιούντα του Καυκάσου δεν σταμάτησε το ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό του έργο. Όμως το σώμα του, αδύναμο και εξαντλημένο, δεν είχε πια άλλες δυνάμεις.
Κάποια μέρα, έχοντας προαισθανθεί το τέλος του ζήτησε να τον πάνε στην Εκκλησία του χωριού. Εκεί ντύθηκε στα λευκά, κοινώνησε και είπε: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Κύριε, εις τας χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Και λέγοντας «Αμήν» αγκάλιασε την Αγ. Τράπεζα και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 14 Σεπτεμβρίου 407 σε ηλικία 63 ετών. Με το θάνατο του Αγίου υπήρχαν από παντού διαμαρτυρίες. Ο λαός απαιτούσε τη μεταφορά του ιερού λειψάνου στην Κων/λη. Τελικά μετά από 27 χρόνια ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ διέταξε την αποκατάσταση της αδικίας. Στις 27 Ιανουαρίου 438 ο Πατριάρχης Πρόκλος συνοδευόμενος από μεγαλειώδη πομπή ανέβασε το λείψανο του Αγίου στον πατριαρχικό θρόνο του ναού των Αγ. Αποστόλων λέγοντας: «Ανάλαβε άγιε πατέρα το θρόνο σου και μίλησε στο λαό σου». Έτσι ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας δίδαξε με το θάνατό του πως ό,τι και αν συμβεί στην επίγεια ζωή μας ο θρίαμβος τελικά ανήκει στην αλήθεια.
Η φωτογραφία ανήκει στο koimisikallimasia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου