Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

15 Μαρτίου 2015 - Κυριακὴ Γ΄ Νηστειῶν

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 11
Κυ­ρια­κὴ Γ΄ Νη­στει­ῶν
15 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. δ΄ 14 – ε΄, 6)

«Κρα­τῶ­μεν τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας» (Ἑ­βρ. δ΄, 14)

Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, βρι­σκό­μα­στε στή μέ­ση τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιόν μας τόν Τί­μιο Σταυ­ρό τοῦ Κυ­ρί­ου καί μᾶς κα­λεῖ νά Τόν προ­σκυ­νή­σου­με γιά νά λά­βου­με Χά­ρη. Ὠ­κε­α­νός τά δι­δάγ­μα­τα ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά πού ἀ­κού­γον­ται σή­με­ρα στούς Ἱ­ε­ρούς Να­ούς. Ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά ἄς ἐ­ξε­τά­σου­με μί­α λέ­ξη: «Κρα­τῶ­μεν τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας», λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Τί ση­μαί­νει ὁ­μο­λο­γί­α;

Ὑ­πάρ­χει ὁ­μο­λο­γί­α στή γλώσ­σα τοῦ κό­σμου. Τό κρά­τος ὅ­ταν βρε­θεῖ στήν ἀ­νάγ­κη, στρέ­φε­ται στούς πο­λί­τες του καί λέ­ει: «ζη­τῶ τά χρή­μα­τά σας», καί ὑ­πό­σχε­ται τό­κους, κλη­ρώ­σεις καί ὁ λα­ός δί­νει ἐμ­πι­στο­σύ­νη, ἀ­νοί­γει τό κομ­πό­δε­μά του, ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τίς οἰ­κο­νο­μί­ες του στό κρά­τος. Κι ἐ­κεῖ­νο δί­νει ἕ­να χαρ­τί, μί­α ὁ­μο­λο­γί­α, πά­νω στήν ὁ­ποί­α γρά­φει ἕ­να νού­με­ρο. Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά γρά­ψει ἕ­να νού­με­ρο; Ὅ­ταν ἔρ­χε­ται ἡ ὥ­ρα νά ἐ­ξο­φλή­σει, κλεί­νει τίς θυ­ρί­δες τῶν τρα­πε­ζῶν καί ἀ­φοῦ ἔ­χει σπα­τα­λή­σει τά χρή­μα­τα τῶν πο­λι­τῶν του, ἀρ­νεῖ­ται νά τά ἐ­πι­στρέ­ψει ἤ δί­νει ψί­χου­λα. Οἱ ὁ­μο­λο­γί­ες κα­ταν­τοῦν ἄ­χρη­στα χαρ­τιά καί οἱ ὁ­μο­λο­γι­οῦ­χοι αἰ­σθά­νον­ται τήν ἐ­πα­λή­θευ­ση τῆς Γρα­φῆς: «Μὴ πε­ποί­θα­τε ἐπ᾿ ἄρ­χον­τας, ἐ­πὶ υἱ­οὺς ἀν­θρώ­πων, οἷς οὐκ ἔ­στι σω­τη­ρί­α» (Ψαλμ. 145, 3).

Ὑ­πάρ­χει καί ἡ ὁ­μο­λο­γί­α πού δί­νει ὁ Θε­ός, μί­α ὁ­μο­λο­γί­α πού ὑ­πο­γρά­φει ὄ­χι ὁ ἄλ­φα ἤ βή­τα κυ­βερ­νή­της, ἀλ­λά «ὁ βα­σι­λεύς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καί κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των». Εἶ­ναι ἡ ὁ­μο­λο­γί­α γιά τήν ὁ­ποί­α μι­λά­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν. Εἶ­ναι ἡ ἀ­σφα­λής βε­βαί­ω­ση πώς ὅ,τι ὑ­πό­σχε­ται θά μᾶς τό δώ­σει. Ὑ­πό­σχε­ται «οὐ μὴ σε ἀ­νῶ οὐ­δ' οὐ μὴ σε ἐγ­κα­τα­λί­πω». Παι­δί μου, δέν θά σ’ ἐγ­κα­τα­λεί­ψω πο­τέ. Ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό «πλού­σιοι ἐ­πτώ­χευ­σαν καί ἐ­πεί­να­σαν, οἱ δέ ἐκ­ζη­τοῦν­τες τόν Κύ­ριον οὐκ ἐ­λατ­τω­θή­σον­ται παν­τός ἀ­γα­θοῦ». Ὁ­μο­λο­γί­α καί ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό «ἐ­άν παι­δί μου μέ ὁ­μο­λο­γή­σεις ἐμ­πρός στούς ἀν­θρώ­πους, θά σέ ὁ­μο­λο­γή­σω καί ἐ­γώ ἐ­νώ­πιον τῶν ἁ­γί­ων ἀγ­γέ­λων» (Λουκ. 12, 8).

Ὁ­μο­λο­γί­α ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀν­θρώ­που τί εἶ­ναι; Ὅ­πως τό παι­δά­κι ἔ­χει ἐμ­πι­στο­σύ­νη τυ­φλή στή μά­να του, για­τί ξέ­ρει ὅ­τι πο­τέ αὐ­τή δέν θά τοῦ δώ­σει κά­τι ἐ­πι­βλα­βές, ἔ­τσι ὁ χρι­στια­νός ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τόν ἑ­αυ­τό του στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Ὁ νοῦς νά πεῖ: «Κύ­ρι­ε, δέ­χο­μαι ὅ,τι δι­δά­σκεις», ἡ καρ­δί­α νά πεῖ: «Κύ­ρι­ε, σ’ ἀ­γα­πῶ», ἡ θέ­λη­ση νά πεῖ: «Κύ­ρι­ε, ὑ­πο­τάσ­σο­μαι στό θέ­λη­μά σου». Ὁ­μο­λο­γί­α λοι­πόν ἴ­σον πί­στις.

Δύ­ο ση­μεῖ­α το­νί­ζον­ται στό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα: Ἡ θλι­βε­ρή ὁ­μο­λο­γί­α καί ἡ φω­τει­νή ὁ­μο­λο­γί­α. Ἡ θλι­βε­ρή ὁ­μο­λο­γί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λοι ἀ­νε­ξαρ­τή­τως οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­πό τόν Ἀ­δάμ μέ­χρι καί τόν τε­λευ­ταῖ­ο πού θά γεν­νη­θεῖ πρίν τήν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­ναν, τόν Θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο, ὅ­λοι δι­α­τε­λοῦ­με ὑ­πό τό κρά­τος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Με­ρι­κοί ἐ­πι­πό­λαι­οι λέ­νε: Ἐ­γώ δέν ἔ­χω ἁ­μαρ­τί­ες, δέν σκό­τω­σα, δέν ἔ­κλε­ψα, δέν ἀ­τί­μα­σα. Λοι­πόν; Εἶ­σαι ἐν­τά­ξει; Ἐ­άν τό λές αὐ­τό δέν κα­τά­λα­βες τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Τό κα­ρά­βι βου­λιά­ζει ὅ­ταν πέ­σει πά­νω σέ ἕ­να βρά­χο με­γά­λο καί κο­πεῖ με­γά­λο μέ­ρος τῆς λα­μα­ρί­νας του, ἀλ­λά καί ὅ­ταν χτυ­πή­σει στά ὕ­φα­λα καί ἀ­νοί­ξει μι­κρό­τε­ρη τρύ­πα. Ὁ ἄν­θρω­πος δέν πνί­γε­ται μό­νο στό με­γά­λο βά­θος τῆς θά­λασ­σας ἀλ­λά καί σέ ἕ­να γό­να­το νε­ρό. Ὁ ἄν­θρω­πος πε­θαί­νει ὄ­χι μό­νο ἀ­πό μί­α με­γά­λη ἀ­σθέ­νεια ἀλ­λά κι ἀ­πό ἕ­να μι­κρό­βιο. Τί ση­μαί­νουν αὐ­τά; Ὅ­τι φτά­νει ἕ­να μι­κρό­βιο ἁ­μαρ­τί­ας νά μᾶς κά­νει ἁ­μαρ­τω­λούς. Κλέ­φτης δέν εἶ­ναι μό­νο αὐ­τός πού κλέ­βει ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀλ­λά καί αὐ­τός πού κλέ­βει ἕ­να πορ­το­κά­λι ἤ ἕ­να λου­λού­δι.

Εἴ­μα­στε λοι­πόν ὅ­λοι ἁ­μαρ­τω­λοί καί ἔ­νο­χοι στή συ­νεί­δη­σή μας, ἀ­πέ­ναν­τι στούς συ­ναν­θρώ­πους μας τούς ὁ­ποί­ους ἀ­δι­κοῦ­με, ἀ­πέ­ναν­τι στόν ἅ­γιο Θε­ό. Καί ὁ ἔ­νο­χος προ­κα­λεῖ τήν ὀρ­γή τοῦ Θε­οῦ. Δέν εἶ­ναι παι­χνί­δι, εἶ­ναι κά­τι τρο­με­ρό: «φο­βε­ρόν τό ἐμ­πε­σεῖν εἰς χεῖ­ρας Θε­οῦ ζῶν­τος». Καί ὁ Θε­ός μπο­ρεῖ νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ποι­κί­λα μέ­σα γιά τήν δι­α­παι­δα­γώ­γη­σή μας.

Τό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἡ φω­τει­νή ὁ­μο­λο­γί­α. Ὅ­ταν ὁ­μο­λο­γή­σου­με τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας, τήν ἀ­σθέ­νειά μας, τό­τε βρί­σκου­με καί τό για­τρό καί τό φάρ­μα­κο τῆς θε­ρα­πεί­ας μας. Καί τό φάρ­μα­κο εἶ­ναι τό τί­μιο Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ὅ­σο πολ­λά καί με­γά­λα κι ἄν εἶ­ναι τά ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας νά μή φο­βό­μα­στε. Φτά­νει μί­α στα­γό­να ἀ­πό τό Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καί Θε­οῦ μας γιά νά σβή­σουν ὅ­λα. «Τό αἷ­μα Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ… κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό πά­σης ἁ­μαρ­τί­ας». Καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς συμ­βου­λεύ­ει: «προ­σερ­χώ­με­θα με­τά παρ­ρη­σί­ας τῷ θρό­νῳ τῆς χά­ρι­τος». Ὁ δέ θρό­νος τῆς χά­ρι­τος εἶ­ναι ὁ Σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ἀ­πό κεῖ ρί­χνει τό βλέμ­μα Του πά­νω στήν ἁ­μαρ­τω­λή ἀν­θρω­πό­τη­τα καί μέ τό Αἷ­μά Του λυ­τρώ­νει καί σώ­ζει τόν κό­σμο.

Ἕ­νας δι­δά­σκα­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας λέ­ει ὅ­τι ἄν κά­ποι­ος γλι­στρών­τας κα­τρα­κυ­λᾶ στήν ἄ­βυσ­σο καί πιά­σει τό σκοι­νί πού τοῦ ρί­χνουν, σώ­ζε­ται. Ἀ­δελ­φοί μου, ἄ­βυσ­σος εἶ­ναι τά πά­θη μας, οἱ ἁ­μαρ­τί­ες μας. Ὁ Χρι­στός μας ὁ μό­νος Σω­τή­ρας τοῦ κό­σμου μᾶς ἔρ­ρι­ξε σκοι­νί. Ἄς τό ἁρ­πά­ξου­με γιά νά σω­θοῦ­με καί νά φτά­σου­με στόν οὐ­ρα­νό. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: