Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

4 Ἰανουαρίου 2015 - Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 1
Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των
4 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2015
Β’ Τιμ. δ΄ 5-8 

«Σύ δέ νῆ­φε… κα­κο­πά­θη­σον, τήν δι­α­κο­νί­αν σου πλη­ρο­φό­ρη­σον»

Στό ση­με­ρι­νό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στόν μα­θη­τή του Τι­μό­θε­ο, τοῦ λέ­ει, με­τα­ξύ ἄλ­λων, πώς πρέ­πει νά ἐ­πα­γρυ­πνεῖ στό ἔρ­γο πού τοῦ ἔ­χει ἀ­να­τε­θεῖ. Νά προ­σέ­χει τούς πει­ρα­σμούς πού μπο­ροῦν νά τόν ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ἀ­πό τό κα­θῆ­κον του. Νά ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιά τίς ψυ­χές πού τοῦ ἔ­χει ἐμ­πι­στευ­θεῖ ὁ Θε­ός.

Τοῦ το­νί­ζει πώς δέν πρέ­πει νά ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­ται ἀ­πό τίς δυσ­κο­λί­ες τοῦ ἔρ­γου του, ἀλ­λά νά τίς ἀν­τι­με­τω­πί­ζει μέ προ­θυ­μί­α ὑ­πο­μέ­νον­τας κά­θε κό­πο καί κά­θε θυ­σί­α γι’ αὐ­τό. Κά­θε δι­ά­κο­νος τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου καί κά­θε λει­τουρ­γός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὀ­φεί­λει νά πε­ρι­μέ­νει θλί­ψη καί κα­κο­πά­θεια στήν προ­σπά­θειά του γιά τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ κα­θή­κον­τός του.

Αὐ­τά πού λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πρός τόν Τι­μό­θε­ο τά λέ­ει καί στόν κα­θέ­ναν ἀ­πό ἐ­μᾶς. Κι αὐ­τό, για­τί ὅ­λοι, κλη­ρι­κοί καί λα­ϊ­κοί, ἔ­χου­με τήν εἰ­δι­κή καί τή γε­νι­κή ἱ­ε­ρω­σύ­νη ἀν­τί­στοι­χα. Γεν­νι­έ­ται, λοι­πόν, τό ἐ­ρώ­τη­μα: Τί ρό­λο θά παί­ξου­με στή ζω­ή μας; Θά εἴ­μα­στε δη­μι­ουρ­γι­κοί πα­ρά­γον­τες ἤ πα­ρά­σι­τα τῆς κοι­νω­νί­ας; Θά καρ­πο­φο­ροῦ­με στήν ἀ­ρε­τή ἤ θά μεί­νου­με ἄ­καρ­ποι; Θά ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­στε γιά τούς συ­ναν­θρώ­πους μας ἤ θά κοι­τά­ζου­με μό­νο τόν ἑ­αυ­τό μας;

Ἡ κοι­νω­νί­α, μέ­σα στήν ὁ­ποί­α ζοῦ­με, πε­ρι­μέ­νει τήν ἀ­πάν­τη­σή μας. Ὄ­χι μέ λό­για ἀλ­λά μέ ἔρ­γα. Ἡ ἀ­καρ­πί­α στά δέν­τρα καί γε­νι­κά στή φύ­ση θε­ω­ρεῖ­ται συμ­φο­ρά. Στή ση­με­ρι­νή ζω­ή ὅ­μως πολ­λῶν ἀν­θρώ­πων λαμ­βά­νε­ται δυ­στυ­χῶς σάν κά­τι φυ­σι­κό. Ἄν ρί­ξου­με ἕ­να βλέμ­μα γύ­ρω μας θά δοῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι σπά­νια τά ἔρ­γα κα­λο­σύ­νης καί ἀ­γά­πης. Ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι πού ἀρ­νοῦν­ται νά προ­σφέ­ρουν ὁ­ποι­αν­δή­πο­τε δι­α­κο­νί­α στούς συ­ναν­θρώ­πους τους. Κρα­τοῦν τήν καρ­διά τους κλει­στή γιά ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε. Εἶ­ναι δέν­τρα πού ἔ­χουν ἀρ­νη­θεῖ στόν ἐ­αυ­τό τους τό δῶ­ρο τῆς καρ­πο­φο­ρί­ας. Εἶ­ναι οἱ με­γά­λοι καί δυ­να­τοί, πού στό πο­τά­μι τοῦ πλού­του τους ὑ­ψώ­νουν τό φράγ­μα τοῦ ἀ­το­μι­σμοῦ καί τῆς ὑ­λο­φρο­σύ­νης καί δέν ἐ­πι­τρέ­πουν οὔ­τε μί­α στα­γό­να νά πέ­σει στά δι­ψα­σμέ­να χεί­λη τῶν ὑ­πο­λοί­πων. Εἶ­ναι ὅ­σοι παίρ­νουν θέ­σεις καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα. Ξε­χνοῦν ἀ­πό ποῦ ξε­κί­νη­σαν καί ἀ­δι­α­φο­ροῦν γιά τούς ἀ­δύ­να­τους καί τούς ἀ­δι­κη­μέ­νους.

Ὑ­πάρ­χουν καί οἱ ἄλ­λοι, μέ τίς σω­στές ἀν­τι­λή­ψεις, πού δέν κά­νουν τό κα­κό, ἀλ­λά καί δέν προ­χω­ροῦν στήν καρ­πο­φο­ρί­α. Ἀρ­κοῦν­ται στίς δι­α­πι­στώ­σεις καί τά λό­για. Εἶ­ναι τά ὡ­ραῖ­α δέν­τρα μέ τήν πλού­σια φυλ­λω­σιά, χω­ρίς ὅ­μως καρ­πούς. Ὁ Κύ­ριός μας, ὅ­μως, πού κα­τα­ρά­στη­κε τήν ἄ­καρ­πη συ­κιά, μή­πως δέν θά κά­νει τό ἴ­διο καί σέ ὅ­σους με­τα­βάλ­λον­ται σέ ἄ­καρ­πα δέν­δρα;

Τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ μας καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων Του ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ πρῶ­τοι Χρι­στια­νοί. Σκόρ­πι­σαν τή χα­ρά, πρόσ-φε­ραν τή βο­ή­θεια, ἄ­νοι­ξαν δρό­μους ζω­ῆς καί πο­λι­τι­σμοῦ, ὀ­μόρ­φη­ναν τή ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁ­δή­γη­σαν οἰ­κο­γέ­νει­ες καί ἔ­θνη στό δρό­μο τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­που ὑ­πῆρ­χε τό μῖ­σος ἔ­φε­ραν τήν ἀ­γά­πη. Ὅ­που ἡ ἀ­δι­κί­α, τή δι­και­ο­σύ­νη. Ὅ­που ἡ ἀμ­φι­βο­λί­α, τήν πί­στη. Ὅ­που ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α, τήν ἐλ­πί­δα. Ὅ­που τό σκο­τά­δι, τό φῶς.

Τήν πο­λύ­τι­μη αὐ­τή κλη­ρο­νο­μιά τῆς καρ­πο­φο­ρί­ας, ἀ­γα­πη­τοί μου, κα­λού­μα­στε νά συ­νε­χί­σου­με ὅ­λοι μας, ὥ­στε ἡ ἄ­γο­νη ἐ­πο­χή μας νά «ἀν­θή­σει ὡς κρί­νον καί ἐ­ξαν­θή­σει καί ὑ­λο­χα­ρή­σει καί ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ται» (Ἥσ. 35, 1-2). Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: