Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

18 Μαΐου 2014 - Κυριακὴ Ε΄ τῆς Σαμαρείτιδος

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 20
Κυ­ρια­κὴ Ε΄ τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δος
18 Μα­ΐ­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου δ΄, 5-42

Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη!

Ἡ ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ βα­θύ­τε­ρου νο­ή­μα­τος τῆς ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως μᾶς τὴν ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος. Ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ μᾶς βά­ζει ἀ­κρι­βῶς μπρο­στὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ με­γά­λη πρό­κλη­ση. Νὰ ἀ­νοί­ξου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας, νὰ τὸν κα­τα­στή­σου­με δι­ά­φα­νο, γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὴ με­γά­λη ἀ­λή­θεια τῆς ζω­ῆς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ σώ­ζει καὶ ἀ­νε­βά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὶς πιὸ ψη­λὲς πνευ­μα­τι­κὲς κο­ρυ­φο­γραμ­μές.

Χρο­νι­κὰ καὶ ἐ­ορ­το­λο­γι­κὰ βρι­σκό­μα­στε στὸ μέ­σο πε­ρί­που τῆς πο­ρεί­ας μας πρὸς τὴν Πεν­τη­κο­στή. Εἶ­ναι ἴ­σως ἡ πιὸ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ γί­νου­με κοι­νω­νοὶ τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης ποὺ ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος κά­νει στὴ συ­νάν­τη­σή του μὲ τὴ Σα­μα­ρεί­τι­δα. Ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ ἴ­διος εἶ­ναι τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν», τὸ «ἀλ­λό­με­νον εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον». Μί­α ἀ­λή­θεια, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­βάλ­λε­ται νὰ ἀγ­γί­ξει ὑ­παρ­κτι­κὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ τὸν ἀ­πο­γει­ώ­σει, νὰ τὸν ἀ­νυ­ψώ­σει πνευ­μα­τι­κά.

Ὁ Χρι­στὸς στὸ πρό­σω­πο τῆς γυ­ναί­κας ἐ­κεί­νης, τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δας – ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν καὶ ἀλ­λο­ε­θνὴς καὶ κου­βα­λοῦ­σε κοι­νω­νι­κὰ καὶ ἐ­θνι­κὰ στίγ­μα­τα – συ­ναν­τᾶ τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο, τὸν κα­θέ­να ἀ­πὸ μᾶς ξε­χω­ρι­στά. Μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει συγ­κλο­νι­στι­κὲς ἀ­λή­θει­ες. Δὲν εἶ­ναι ἁ­πλὰ μί­α πε­ρί­πτω­ση ἑ­νὸς Ἰ­ου­δαί­ου ποὺ συ­ζη­τᾶ μὲ μί­α Σα­μα­ρεί­τισ­σα.

Εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ Σω­τή­ρας τοῦ κό­σμου ποὺ ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μὲ ὅ­λους. Ἀ­κό­μα καὶ μὲ τοὺς πιὸ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νους τοῦ κό­σμου, γιὰ νὰ προ­σφέ­ρει ἀ­φει­δώ­λευ­τα τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴν Χά­ρη του. Ἡ ἀ­λή­θειά του ποὺ εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ ζω­ή, ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του ὡς ὕ­δωρ ζῶν, ποὺ ξε­δι­ψᾷ πραγ­μα­τι­κὰ τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο, ὅ­σο κου­ρα­σμέ­νος, ὅ­σο τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος καὶ ἂν εἶ­ναι. Κα­τα­ξι­ώ­νει τὸν κα­θέ­να μας ὡς «πρό­σω­πο», μὲ τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­ξί­α καὶ πνευ­μα­τι­κὴ ἀρ­χον­τιά του.

Ἀγ­γί­ζει πιὸ πο­λὺ τὸ ση­με­ρι­νὸ ἄν­θρω­πο ποὺ πε­ρι­πλα­νᾶ­ται ἀ­πὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο σὲ ἀ­δι­έ­ξο­δο καὶ βρί­σκε­ται μο­νί­μως ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος, χω­ρὶς τὴν πυ­ξί­δα τῆς ζω­ῆς, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α του. Ἡ ἰ­σχυ­ρὴ βε­βαι­ό­τη­τα ποὺ ἔ­χου­με ἀ­πὸ τὴν εὐ­αγ­γε­λι­κὴ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς πε­ρι­μέ­νει σὲ κά­θε στιγ­μὴ τῆς ζω­ῆς μας γιὰ νὰ μᾶς συ­ναν­τή­σει.

Σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη «ἵ­στα­ται ἐ­πὶ τὴν θύ­ραν καὶ κρού­ει». Μᾶς κα­λεῖ ὅ­λους καὶ τὸν κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά, προ­σω­πι­κά. «Τὰ ἴ­δια πρό­βα­τα φω­νεῖ κὰ­τ’ ὄ­νο­μα», γιὰ νὰ γί­νου­με δέ­κτες τῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς θε­ϊ­κῆς του ἀ­γά­πης.

Ὁ Χρι­στὸς κά­θε­ται στὸ πη­γά­δι τοῦ Ἰ­α­κὼβ καὶ συ­ζη­τεῖ μὲ τὴ Σα­μα­ρεί­τι­δα, τὴν ἄ­γνω­στη, τὴ στιγ­μα­τι­σμέ­νη καὶ ἀ­νώ­νυ­μη μέ­χρι τό­τε ἐ­κεί­νη γυ­ναῖ­κα. Τῆς ζη­τᾶ νε­ρό. Ὁ Κύ­ριος ζη­τᾶ ἀ­πὸ ὅ­λους μας κά­ποι­ες κι­νή­σεις, κά­ποι­ες ἐ­νέρ­γει­ες. Ζη­τᾶ τὴν προ­σφο­ρὰ τῆς δι­κῆς μας ἀ­γά­πης γιὰ νὰ ἀ­πο­τολ­μή­σου­με τὴν ἔ­ξο­δο ἀ­πὸ τὸ ἐ­γὼ καὶ τὸν ἀ­το­μι­κι­σμό μας.

Ἰ­δι­αί­τε­ρα μά­λι­στα σή­με­ρα ποὺ ἔ­χου­με ἐγ­κα­τα­λεί­ψει ἄ­σπλα­χνα τὸν ἑ­αυ­τό μας στὰ ἀ­σφυ­κτι­κὰ γρα­νά­ζια τῆς ἐ­γω­κεν­τρι­κό­τη­τας, ἡ ἀν­τα­πό­κρι­σή μας στὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με μα­ζί του καὶ νὰ ξε­δι­ψά­σου­με ἀ­πὸ τὴν ἀ­λή­θειά του, εἶ­ναι ἄ­κρως ση­μαν­τι­κή.

Ὅ­πως καὶ ἐ­μεῖς πολ­λὲς φο­ρὲς σή­με­ρα, ἔ­τσι καὶ ἡ Σα­μα­ρεί­τισ­σα τό­τε λει­τούρ­γη­σε στὴν ἀρ­χὴ πε­ρισ­σό­τε­ρο νο­η­σι­αρ­χι­κά, ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς τῆς ζή­τη­σε νε­ρὸ ποὺ ἀν­τλοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ βα­θὺ πη­γά­δι. Τὸ μυα­λὸ ὑ­πέ­βαλ­λε ὅ­τι ὁ Ἰ­ου­δαῖ­ος εἶ­ναι ἐ­χθρὸς καὶ σὲ κα­μιὰ πε­ρί­πτω­ση δὲν ἄ­ξι­ζε τῆς ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε προ­σφο­ρᾶς.

Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως θέ­λει νὰ τῆς προ­σφέ­ρει τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς τῆς ζω­ῆς. Μέ­σω τοῦ δι­α­λό­γου ποὺ ἔ­χει μα­ζί της, δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα στὴ γυ­ναῖ­κα νὰ συ­ναι­σθαν­θεῖ τὴν ψυ­χι­κή της κα­τά­στα­ση, τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά της. Ἔ­τσι ὁ­δη­γεῖ­ται στὸ γκρέ­μι­σμα τοῦ τεί­χους τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν μέ­χρι τό­τε ἀ­δι­α­πέ­ρα­στο. Σὲ ση­μεῖ­ο μά­λι­στα ποὺ νὰ βλέ­πει τώ­ρα κα­θα­ρὰ μὲ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς της. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει, λοι­πόν, τὶς προ­φη­τι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες τοῦ συ­νο­μι­λη­τῆ της. Κα­τα­ξι­ώ­νε­ται νὰ γί­νει δέ­κτης τῆς πιὸ με­γά­λης ἀ­πο­κά­λυ­ψης: τῆς Θε­ό­τη­τας τοῦ Κυ­ρί­ου. «Ἐ­γὼ εἰ­μὶ ὁ λα­λῶν σοί».

Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς αὐ­τὸ ποὺ μᾶς ζη­τᾶ εἶ­ναι νὰ ἀ­νοί­ξου­με τὴν καρ­διά μας γιὰ νὰ δε­χό­μα­στε τὴν ἀ­γά­πη του. Ὅ­ταν τὴν ὕ­παρ­ξή μας κα­ταυ­γά­ζει ἡ θεί­α πα­ρου­σί­α, τό­τε αἰ­σθα­νό­μα­στε τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ λα­τρεύ­ου­με ἀ­λη­θι­νὰ τὸν Θε­ό. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ λα­τρεί­α, ὅ­πως μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ «ἐν Πνεύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θεί­ᾳ». Εἶ­ναι ἡ γεύ­ση ὅ­τι ἡ ὕ­παρ­ξή μας ἀ­να­και­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α τῆς ἀ­γά­πης του. Με­τα­βάλ­λε­ται σὲ Χρι­στο­ει­δή, μὲ ὅ­λη τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­πέμ­πει. Ἀ­μήν.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: