Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

22 Μαρτίου 2015 - Κυριακή Δ' Νηστειῶν

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 12
Κυ­ρια­κὴ Δ΄ Νη­στει­ῶν
22 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. στ΄ 13 – 20)

«Ἀ­δελ­φοί, τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε μεί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ» (Ἑ­βρ. στ΄, 13-20)

Γιά τόν ὅρ­κο πού ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός στόν Ἀ­βρα­άμ μᾶς μι­λά­ει ὁ στί­χος 13 τοῦ 6ου κε­φα­λαί­ου τῆς πρός Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Στόν Ἀ­βρα­άμ, ὅ­ταν εἶ­χε δώ­σει ὁ Θε­ός τίς με­γά­λες ὑ­πο­σχέ­σεις, ἐ­πει­δή δέν εἶ­χε κα­νέ­ναν με­γα­λύ­τε­ρό Του, γιά νά ὁρ­κι­σθεῖ καί νά βε­βαί­ω­σει ἔ­τσι μέ ἀ­πό­λυ­το τρό­πο τόν Ἀ­βρα­άμ ὅ­τι ἀ­σφα­λῶς θά τίς ἐκ­πλη­ρώ­σει, ὁρ­κί­στη­κε στόν ἑ­αυ­τό Του. Με­τα­ξύ τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων ἡ πιό σπου­δαί­α ἦ­ταν ὅ­τι ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ θά προ­έλ­θει ἕ­νας λα­ός πού θά αὐ­ξη­θεῖ σάν τήν ἄμ­μο τῆς θά­λασ­σας καί σάν τά ἄ­στρα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί αὐ­τή ἡ ὑ­πό­σχε­ση δό­θη­κε μέ ὅρ­κο. Ὁρ­κί­στη­κε ὁ Θε­ός, ποῦ; Στόν ἑ­αυ­τό Του.

Τό στί­χο τοῦ­το ἐ­πι­κα­λοῦν­ται ἐ­κεῖ­νοι πού ἐ­πι­μέ­νουν ὅ­τι οἱ χρι­στια­νοί πρέ­πει νά ὁρ­κί­ζον­ται. Με­τά τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα, ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἁ­πλώ­θη­κε παν­τοῦ. Ἔ­χα­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί τήν εἰ­λι­κρί­νεια με­τα­ξύ τους. Στήν ἀ­νάγ­κη λοι­πόν νά βρε­θεῖ κά­τι με­γά­λο πού νά δώ­σει κῦ­ρος στά λό­για τῶν ἀν­θρώ­πων, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὁ ὅρ­κος στό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­πως το­νί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Οἱ ἄν­θρω­ποι ὁρ­κί­ζον­ται στό Θε­ό, πού εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­π’ ὅ­λους καί τό­τε ὁ ὅρ­κος αὐ­τός θέ­τει τέ­λος σέ κά­θε ἀν­τι­λο­γί­α καί ἀμ­φι­σβή­τη­ση γι’ αὐ­τά πού λέ­γον­ται». Ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι πολ­λές φο­ρές, γιά νά σκε­πά­σουν τά λά­θη τους καί τά ψεύ­δη τους, ὁρ­κί­ζον­ται στό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ καί γί­νον­ται ἔ­τσι ἐ­πί­ορ­κοι ἤ ψεύ­δορ­κοι, ὑ­βρι­στές τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­οῦ. Τό ἐ­ρώ­τη­μα λοι­πόν ποὺ θά ἀ­παν­τή­σου­με εἶ­ναι: Ἐ­πι­τρέ­πε­ται ὁ ὅρ­κος σύμ­φω­να μέ τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή;

Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἐ­πέ­τρε­πε στούς Ἰ­ου­δαί­ους τόν ὅρ­κο καί ἀ­πει­λεῖ μά­λι­στα μέ θά­να­το ἐ­κεί­νους πού θά κά­νουν ψεύ­τι­κο ὅρ­κο. «Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου φο­βη­θή­σῃ… καὶ ἐ­πὶ τῷ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ ὀ­μῇ» (Δευτ. στ΄, 13), δη­λα­δή νά ἔ­χεις τόν ἅ­γιο φό­βο καί τό με­γά­λο σε­βα­σμό πρός τόν Κύ­ριο τόν Θε­ό σου καὶ στό ὄ­νο­μα Αὐ­τοῦ νά ὁρ­κί­ζε­σαι. Ὁ Θε­ός ἐ­πέ­τρε­ψε τό­τε τόν ὅρ­κο γιά παι­δα­γω­γι­κό λό­γο. Ὅ­πως ὁ δά­σκα­λος στήν πρώ­τη τά­ξη δέν δι­δά­σκει δύ­σκο­λα μα­θή­μα­τα ἀλ­λά ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τά εὔ­κο­λα καί προ­χω­ρεῖ κα­τά τά­ξη στά δυ­σκο­λό­τε­ρα, κα­τά πα­ρό­μοι­ο τρό­πο ἔ­πρα­ξε καί ὁ Θε­ός. Δέν πα­ρέ­δω­σε ἀ­μέ­σως τό νό­μο τῆς τε­λει­ό­τη­τας για­τί δέν θά τόν τη­ροῦ­σαν. Ὅ­ρι­σε νά ὁρ­κί­ζον­ται, ὄ­χι στά εἴ­δω­λα –ὅ­πως ἴ­σχυ­ε γιά τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες– ἀλ­λά στό ὄ­νο­μα τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ.

Ὁ Νό­μος λοι­πόν τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἦ­ταν ἀ­τε­λής. Γι’ αὐ­τό ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ Χρι­στός μας καί πα­ρέ­δω­σε τά ὕ­ψι­στα μα­θή­μα­τα καί συμ­πλή­ρω­σε τό Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο, νο­μο­θέ­τη­σε δι­α­φο­ρε­τι­κά καί γιά τόν ὅρ­κο. «Πάλιν ἠ­κο­ύ­σα­τε ὅ­τι ἐρ­ρέ­θη τοῖς ἀρ­χα­ί­οις, οὐκ ἐ­πι­ορ­κή­σεις, ἀ­πο­δώ­σεις δὲ τῷ Κυ­ρί­ῳ τοὺς ὅρ­κους σου. ᾿Ε­γὼ δὲ λέ­γω ὑ­μῖν μὴ ὀ­μό­σαι ὅ­λως» (Ματθ. ε΄ 33-34). Δη­λα­δή, «πά­λι ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει ὅ­τι στούς προ­γό­νους σας, δό­θη­κε ἡ ἐν­το­λή: Δέν θά κα­τα­πα­τή­σεις τόν ὅρ­κο σου, ἀλ­λά σάν κα­θῆ­κον ἱ­ε­ρό πρός τόν Κύ­ριο θά τη­ρή­σεις τίς ὑ­πο­σχέ­σεις του, πού μέ ὅρ­κο ἀ­νέ­λα­βες. Ἐ­γώ ὅ­μως σᾶς λέ­ω νά μήν ὁρ­κι­σθεῖ­τε κα­θό­λου». Ἑ­πο­μέ­νως ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ μας, ἡ και­νούρ­για ἐν­το­λή, εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ὅρ­κος ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πο­λύ­τως.

Ἔ­τσι ὁ Κύ­ριος καί Θε­ός μας μ’ αὐ­τή τή νέ­α ἐν­το­λή ξερ­ρί­ζω­σε τή ρί­ζα τῆς ψευ­δορ­κί­ας καί ἐ­πι­ορ­κί­ας. Δι­ό­τι αὐ­τός πού δέν ὁρ­κί­ζε­ται κα­θό­λου, εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πό τά φο­βε­ρά ἁ­μαρ­τή­μα­τα στά ὁ­ποῖ­α πέ­φτουν ἐ­κεῖ­νοι πού ὁρ­κί­ζον­ται. Σύμ­φω­νη φυ­σι­κά μέ τό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας εἶ­ναι καί ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πά­τε­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πού κη­ρύτ­τουν ὅ­τι ὅ­ποι­ος ὁρ­κί­ζε­ται ἔ­στω καί ἀ­λη­θι­νά, πα­ρα­βαί­νει νό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἁ­μαρ­τά­νει.

Αὐ­τό ση­μαί­νει τό «μὴ ὀ­μό­σαι ὅ­λως». Καί προ­χω­ρεῖ λί­γο πα­ρα­πέ­ρα: «Ἔ­στω δέ ὁ λό­γος ὑ­μῶν ναί ναί, οὐ οὔ. Τό δέ πε­ρισ­σόν τού­των ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ ἐ­στιν». Ὁ λό­γος σας νά εἶ­ναι ναί, ὄ­χι, καί αὐ­τό τό ναί ἤ τό ὄ­χι νά ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στήν ἀ­λή­θεια. Μά ὁ ἄλ­λος ἀμ­φι­βάλ­λει. Δι­κό του τό πρό­βλη­μα. Ἐ­μεῖς δέν θά κα­τα­φύ­γου­με στόν ὅρ­κο. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ χρι­στι­α­νι­κή το­πο­θέ­τη­ση. Αὐ­τό γιά τίς ἰ­δι­ω­τι­κές ὑ­πο­θέ­σεις. Ἀλ­λά ὅ­ταν τό κρά­τος μέ κα­λεῖ στό δι­κα­στή­ριο ὡς μάρ­τυ­ρα καί δι­α­τά­ζει νά ὁρ­κι­στῶ;

Εἶ­ναι μί­α ἐ­ρώ­τη­ση πού κα­τά και­ρούς ἀ­πα­σχο­λεῖ πολ­λούς χρι­στια­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἄ­θε­λά τους πολ­λές φο­ρές ἐμ­πλέ­κον­ται σέ δι­κα­στι­κές ὑ­πο­θέ­σεις. Τί πρέ­πει νά κά­νω; Ἐ­άν δέν ὁρ­κι­στῶ, θά ὑ­πο­στῶ τίς συ­νέ­πει­ες τοῦ νό­μου, θά μοῦ ἀ­παγ­γελ­θεῖ κα­τη­γο­ρί­α, θά τι­μω­ρη­θῶ. Ἀ­παν­τοῦ­με. Ἄν εἶ­σαι ὀ­λι­γό­πι­στος καί χλια­ρός χρι­στια­νός, θά φο­βη­θεῖς καί θά ὁρ­κι­στεῖς. Ἡ συ­νεί­δη­σή σου θά σέ ἐ­λέγ­χει ὅ­τι πα­ρέ­βης ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ. Ἄν εἶ­σαι πι­στός καί εὐ­σε­βής χρι­στια­νός καί ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νά ὑ­πο­στεῖς τίς συ­νέ­πει­ες τοῦ νό­μου, τό­τε στό δι­κα­στή­ριο ὕ­ψω­σε τή φω­νή σου καί πές: «Δέν ὁρ­κί­ζο­μαι γιά λό­γους συ­νει­δή­σε­ως. Εἶ­μαι Ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στια­νός».

Ὅ­ταν βρε­θοῦ­με, ἀ­δελ­φοί μου, ἀν­τι­μέ­τω­ποι μέ τό νό­μο τῶν ἀν­θρώ­πων καί τό νό­μο τοῦ Θε­οῦ ἄς ποῦ­με κι ἐ­μεῖς ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­παν οἱ ἀ­πό­στο­λοι στό συ­νέ­δριο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων: «πει­θαρ­χεῖν δεῖ Θε­ῷ μᾶλ­λον ἤ ἀν­θρώ­ποις», γιά νά ἔ­χου­με τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: