Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

19 Ἀπριλίου 2015 - Κυριακή τοῦ Θωμᾶ

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμός 16
19 Ἀ­πρι­λί­ου 2015
Κυ­ρια­κή τοῦ Θω­μᾶ
(Πράξ. ε΄, 12-20)

«Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, διὰ τῶν χει­ρῶν τῶν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α καὶ τέ­ρα­τα ἐν τῷ λα­ῷ πολ­λά». (Πράξ. ε΄, 12)

Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με, ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λια πού δι­α­βά­στη­καν στίς ἱ­ε­ρές ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δας, πώς ὅ­ταν ὁ Χρι­στός μας συ­νε­λή­φθη καί ὁ­δη­γή­θη­κε μπρο­στά στό Συ­νέ­δριο, οἱ μα­θη­τές Του Τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος φά­νη­κε τό­σο δει­λός, ὥ­στε Τόν ἀρ­νή­θη­κε μπρο­στά σέ μί­α ὑ­πη­ρέ­τρια. Οἱ ἐ­χθροί Του χαί­ρον­ταν νο­μί­ζον­τας πώς τό ὄ­νο­μά Του θά λη­σμο­νη­θεῖ τε­λεί­ως.

Ἀλ­λά ξαφ­νι­κά τά πράγ­μα­τα ἄλ­λα­ξαν. Οἱ μα­θη­τές, πού ἦ­ταν κρυμ­μέ­νοι, πα­ρου­σι­ά­ζον­ται μπρο­στά στό λα­ό καί κη­ρύτ­τουν τή νέ­α Πί­στη. Αὐ­τοί πού πρῶ­τα ἦ­ταν λα­γοί ἔ­γι­ναν τώ­ρα λι­ον­τά­ρια. Κη­ρύτ­τει ὁ Πέ­τρος καί ὅ­λοι ἀ­πο­ροῦν.

Τί εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο, ἀ­δελ­φοί μου, ποὺ ἔ­φε­ρε αὐ­τή τή με­τα­βο­λή; Τί­πο­τα ἄλ­λο ἀ­πό τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ἄν ὁ Χρι­στός δέν ἀ­να­σται­νό­ταν καί πα­ρέ­με­νε στόν τά­φο ὅ­πως ὅ­λοι οἱ νε­κροί, οἱ μα­θη­τές θά βυ­θί­ζον­ταν σέ ἀ­πελ­πι­σί­α καί θά ἔ­λε­γαν, ὅ­πως καί τό εἶ­παν, ὅ­τι τό πᾶν γι’ αὐ­τούς ἔ­σβη­σε. Ὅ­ταν εἶ­δαν ἀ­να­στη­μέ­νο τό Δι­δά­σκα­λό τους τά μαῦ­ρα σύν­νε­φα τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας δι­α­λύ­θη­καν. Καί ὅ­πως, ὅ­ταν ἀ­να­τέλ­λει ὁ ἥ­λιος καί φω­τί­ζε­ται ὅ­λη ἡ δη­μι­ουρ­γί­α, κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρι­στεῖ ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἥ­λιος, ἔ­τσι καί ὅ­ταν ἀ­να­στή­θη­κε ὁ Κύ­ριός μας καί σκόρ­πι­σε καί σκορ­πί­ζει τά θαύ­μα­τα τῆς πί­στε­ως μέ­σα στούς 20 αἰ­ῶ­νες δέν μπο­ρεῖ κα­νέ­νας νά ἀμ­φι­σβη­τή­σει τήν ἀ­νά­στα­σή Του. Τά θαύ­μα­τα τῶν ἀ­πο­στό­λων εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό το­νί­ζε­ται στήν πε­ρι­κο­πή ἀ­πό τίς Πρά­ξεις τῶν ἀ­πο­στό­λων τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Λου­κᾶ πού ἀ­κού­σα­με.

Παν­τοῦ ὅ­που οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­κουμ­ποῦ­σαν τά χέ­ρια τους γί­νον­ταν ση­μεῖ­α καί τέ­ρα­τα ἀ­νά­με­σα στό λα­ό. Τέ­ρα­τα λέ­γον­ται τά θαύ­μα­τα πού προ­κα­λοῦν τρό­μο καί φρί­κη. Πα­ρά­δειγ­μα: τό σκο­τά­δι πού ἁ­πλώ­θη­κε πά­νω στή γῆ τήν ὥ­ρα τῆς σταύ­ρω­σης τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ση­μεῖ­α λέ­γον­ται τά θαύ­μα­τα πού προ­κα­λοῦν μέν ἔκ­πλη­ξη ἀλ­λά εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κά. Ὅ­πως εἶ­πε ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός αὐ­τοί πού πι­στεύ­ουν θά δι­ώ­χνουν δαι­μό­νια, θά λα­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες, θά θε­ρα­πεύ­ουν ἀρ­ρώ­στους, θά πί­νουν φαρ­μά­κι καί δέν θά πα­θαί­νουν τί­πο­τα.

Ἄς ση­μει­ω­θεῖ, ἐ­πί­σης, ὅ­τι τά τέ­ρα­τα εἶ­ναι σπά­νια καί εἶ­ναι ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς δι­και­ο­σύ­νης τοῦ Θε­οῦ πού τι­μω­ρεῖ τό κα­κό καί ἀ­μεί­βει τό κα­λό καί διά μέ­σου τῶν πό­νων καί τῶν θλί­ψε­ων παι­δα­γω­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο πού τρο­μαγ­μέ­νος γο­να­τί­ζει καί ζη­τᾶ τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Τά ση­μεῖ­α εἶ­ναι συ­χνό­τε­ρα καί εἶ­ναι ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο. Μέ ὅ­λα τά μέ­σα, τέ­ρα­τα καί ση­μεῖ­α, ὁ Θε­ός θέ­λει νά ξυ­πνή­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό λή­θαρ­γο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί νά τόν ὁ­δή­γη­σει στή με­τά­νοι­α.

Ἔ­τσι οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ταν γνή­σιοι συ­νε­χι­στές τοῦ ἔρ­γου τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ ὡς πραγ­μα­τι­κοί ποι­μέ­νες καί δι­δά­σκα­λοι. Ἄς βά­λου­με τώ­ρα μπρο­στά σ’ αὐ­τή τήν εἰ­κό­να τόν ἑ­αυ­τό μας οἱ ση­με­ρι­νοί ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ σύγ­κρι­ση θά μᾶς πεῖ ὅ­τι τά χέ­ρια μας πρέ­πει νά εἶ­ναι γνή­σια ἀ­πο­στο­λι­κά πού θά θε­ρα­πεύ­ουν τίς πλη­γές πού ἀ­φή­νει ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Χέ­ρια πού δέν θά κου­ρά­ζον­ται σέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί φι­λαν­θρω­πί­ας. Ὁ σω­στός κλη­ρι­κός πρέ­πει νά σκε­πά­ζει μέ στορ­γή κά­θε κα­τα­τρεγ­μέ­νο.

Εἶ­ναι γε­γο­νός ὅ­τι στούς πρώ­τους χρό­νους τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ τά θαύ­μα­τα ἦ­ταν πολ­λά ἐ­νῶ στούς ἑ­πό­με­νους χρό­νους λι­γό­στε­ψαν. Ποι­ές οἱ αἰ­τί­ες; Ἡ μί­α αἰ­τί­α εἶ­ναι ὅ­τι στήν ἀρ­χή ἡ πί­στη στὸν Χρι­στό ἦ­ταν νέ­α καί εἶ­χε ἀ­νάγ­κη με­γα­λύ­τε­ρων ἀ­πο­δεί­ξε­ων. Γί­νον­ταν τά θαύ­μα­τα ὄ­χι τό­σο γιά τούς πι­στούς, ὅ­σο γιά τούς ἄ­πι­στους καί τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες πού ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζον­ταν ἀ­π’ αὐ­τά. Προ­κα­λοῦ­σαν δέ τό­ση ἐν­τύ­πω­ση, ὥ­στε χι­λιά­δες ἄν­θρω­ποι, ἀ­κό­μη καί ἐ­κεῖ­νοι πού σταύ­ρω­σαν τό Χρι­στό, με­τα­νο­οῦ­σαν καί γί­νον­ταν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἡ δεύ­τε­ρη αἰ­τί­α εἶ­ναι ὅ­τι στούς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες ὑ­πῆρ­χε με­γά­λη πί­στη. Ὅ­που ὑ­πάρ­χει πί­στη γί­νον­ται θαύ­μα­τα ἐ­νῶ ὅ­που ὑ­πάρ­χει ὀ­λι­γο­πι­στί­α θαύ­μα­τα δέν γί­νον­ται. Ὁ Χρι­στός μας ἔ­λε­γε: «ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε». Δη­λα­δή, ἐ­πει­δή πι­στεύ­εις σέ μέ­να ἔ­γι­νε αὐ­τό πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σες. Ἐ­μεῖς σή­με­ρα λέ­με τοῦ Θε­οῦ: «Κά­νε μου τό θαῦ­μα γιά νά πι­στέ­ψω». Θαύ­μα­τα ζη­τοῦν καί σή­με­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι. Καί γί­νον­ται πολ­λά θαύ­μα­τα γύ­ρω μας ἀλ­λά δέν θέ­λου­με νά τά κα­τα­λά­βου­με. Εἶ­ναι οἱ ψυ­χι­κές με­τα­βο­λές πού πα­ρα­τη­ροῦν­ται στούς ἀν­θρώ­πους πού πι­στεύ­ουν ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός. Καί βλέ­που­με τούς φι­λάρ­γυ­ρους νά γί­νον­ται ἐ­λε­ή­μο­νες, οἱ ὑ­πε­ρή­φα­νοι τα­πει­νοί, οἱ μνη­σί­κα­κοι συγ­χω­ρη­τι­κοί, οἱ λύ­κοι ἀρ­νί­α, οἱ δει­λοί ἀν­δρεῖ­οι. Μι­κρά θαύ­μα­τα εἶ­ναι αὐ­τά;

Ἄν μπο­ρού­σα­με, ἀ­δελ­φοί μου, ἄν εἴ­χα­με τή δι­ά­θε­ση νά δοῦ­με λί­γο πα­ρα­πέ­ρα ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό μας, θά δι­α­πι­στώ­να­με ὅ­τι τοῦ­τος ὁ κό­σμος εἶ­ναι γε­μᾶ­τος θαύ­μα­τα, τοῦ­τος ὁ κό­σμος εἶ­ναι με­στός ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πού ἔ­κα­νε ὅ,τι ἦ­ταν δυ­να­τό γιά τή σω­τη­ρί­α μας καί μᾶς κα­λεῖ νά Τόν πι­στέ­ψου­με γιά νά ζή­σου­με αἰ­ώ­νια κον­τά του. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: