Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

26 Ἀπριλίου 2015 - Κυριακή τῶν Μυροφόρων

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 17
26 Ἀ­πρι­λί­ου 2015
Κυ­ρια­κή τῶν Μυ­ρο­φό­ρων
(Πράξ. στ΄, 1-7)

«Ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμός τῶν ἑλ­λη­νι­στῶν πρός τούς Ἑ­βραί­ους»
(Πράξ. στ΄, 1)

Στήν πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­δελ­φοί μου, στήν ἀ­πο­στο­λι­κή ἐ­πο­χή, ἡ ἀ­ρε­τή τῶν πι­στῶν εἶ­χε φθά­σει σέ με­γά­λα ὕ­ψη πού προ­κα­λοῦ­σε τόν θαυ­μα­σμό τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν καί τῶν ἀ­πί­στων ἀ­κό­μη. Οἱ ἄν­θρω­ποι πού ἄ­κου­γαν τό κή­ρυγ­μα τῶν ἀ­πο­στό­λων καί ἔ­βλε­παν πῶς ζοῦ­σαν οἱ πρῶ­τοι χρι­στια­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­κα­ναν πρά­ξη τό κή­ρυγ­μα, με­τα­νο­οῦ­σαν, πί­στευ­αν καί βα­φτί­ζον­ταν ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς ζή­λευ­αν, μέ τήν κα­λή ἔν­νοι­α, αὐ­τούς τούς πρώ­τους χρι­στια­νούς.

Ἡ ἐν­το­λή τοῦ Χρι­στοῦ μας «ἀ­γα­πᾶ­τε ἀλ­λή­λους» εἶ­χε ἐ­φαρ­μο­σθεῖ ἀ­πό τούς πι­στούς, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τή δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς νέ­ας κοι­νω­νί­ας πού δέν μπο­ροῦ­σαν νά φαν­τα­στοῦν καί οἱ με­γα­λύ­τε­ροι με­ταρ­ρυθ­μι­στές τῆς κοι­νω­νί­ας. Τό μῖ­σος πού δια­ιρεῖ τούς ἀν­θρώ­πους σέ κόμ­μα­τα καί φα­τρί­ες εἶ­χε πα­ρα­με­ρι­σθεῖ ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη πού ἑ­νώ­νει καί φέρ­νει τήν εὐ­τυ­χί­α.

Δέν ζοῦ­σαν μό­νο γιά τόν ἑ­αυ­τό τους καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά τους, δέν ζοῦ­σαν γιά τά ἐ­λε­ει­νά μι­κρο­συμ­φέ­ρον­τά τους, δέν ἔ­βλε­παν πῶς θά αὐ­ξή­σουν τήν πε­ρι­ου­σί­α τους εἰς βά­ρος τῶν ἄλ­λων. Ἡ ἀ­γά­πη τούς εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει σέ κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κό, σέ κά­τι με­γα­λει­ῶ­δες πού τό θαύ­μα­ζαν ὅ­λοι. Ζοῦ­σαν γιά τούς ἄλ­λους, γιά τήν κοι­νό­τη­τα. Δέν ἔ­βλε­παν ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο σάν ἐ­χθρό ἀλ­λά σάν φί­λο, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο σάν ἀ­δελ­φό μέ κοι­νό Πα­τέ­ρα τό Θε­ό. Ὅ­ταν ἐκ­φω­νοῦ­σαν τό «Πά­τερ ἡ­μῶν» ἔ­νι­ω­θαν αὐ­τή τήν ἑ­νό­τη­τα καί θερ­μαί­νον­ταν οἱ καρ­δι­ές τους.

Τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά πού εἶ­χαν δέν τά θε­ω­ροῦ­σαν ὡς μέ­σα γιά τή δι­κή τους ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιά τούς ἄλ­λους, ἀλ­λά ὡς μέ­σα γιά τήν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση ὅ­λης τῆς κοι­νό­τη­τας. Ἔ­κλαι­γε κά­ποι­ος; Χί­λια χέ­ρια ἦ­ταν ἕ­τοι­μα νά σκου­πί­σουν τά δά­κρυ­ά του. Δέν ὑ­πῆρ­χαν φτω­χοί πού ἀ­ναγ­κά­ζον­ταν νά ζη­τι­α­νέ­ψουν για­τί ὅ­λα ἦ­ταν κοι­νά. Ἡ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η ἦ­ταν θαυ­μα­στή. Καί ὅ­πως ὅ­ταν πά­σχει ἕ­να μέ­λος τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος συμ­πά­σχει ὅ­λο τό σῶ­μα, ἔ­τσι καί οἱ χρι­στια­νοί τῆς πρώ­της ἐ­κεί­νης ἐ­πο­χῆς ἐν­δι­α­φέ­ρον­ταν καί συ­νέ­πα­σχαν στίς ἀ­νάγ­κες τῶν ἀ­δελ­φῶν τους.

Μό­νο ἄν­θρω­ποι πού λα­τρεύ­ουν τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί ὄ­χι τήν ὕ­λη τήν ὁ­ποί­α θε­ω­ροῦν ὡς μέ­σο γιά τήν πραγ­μα­το­ποί­η­ση ἑ­νός ἰ­δε­ώ­δους, αὐ­τοί μό­νο μπο­ροῦν νά ζή­σουν ἀγ­γε­λι­κή ζω­ή. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­πό τήν καρ­διά ξε­ρι­ζώ­νε­ται ὁ Θε­ός καί παίρ­νει τή θέ­ση του τό χρῆ­μα, τό συμ­φέ­ρον, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ἐ­γω­ι­στής, κτῆ­νος καί εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά ζή­σει αὐ­τή τήν ἀ­νώ­τε­ρη ζω­ή.

Ἀλ­λά καί σ’ αὐ­τή τήν ἰ­δε­ώ­δη κοι­νω­νί­α «πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν» ἀ­κού­σθη­καν πα­ρά­πο­να. Οἱ Ἑ­βραῖ­οι Χρι­στια­νοί πού εἶ­χαν τήν κα­τα­γω­γή τους ἀ­πό ξέ­νες χῶ­ρες καί μι­λοῦ­σαν τήν ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα, γι’ αὐ­τό λέ­γον­ταν ἑλ­λη­νι­στές, ἄρ­χι­σαν νά πα­ρα­πο­νοῦν­ται, νά γογ­γύ­ζουν. Ἡ αἰ­τί­α; Στή δι­α­νο­μή τρο­φί­μων ἄρ­χι­σαν νά γί­νον­ται ἀ­δι­κί­ες καί νά πα­ρα­με­ρί­ζον­ται οἱ χῆ­ρες τῶν ἑλ­λη­νι­στῶν ἀ­πό τούς Ἑ­βραί­ους Χρι­στια­νούς. Ἡ με­ρί­δα τῶν ἑλ­λη­νι­στῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἦ­ταν ἡ πιό φτω­χή τῆς κοι­νό­τη­τας. Ἐ­πει­δή κα­τοι­κοῦ­σαν σέ ξέ­νες χῶ­ρες, δέν εἶ­χαν πε­ρι­ου­σί­α ὅ­πως οἱ ντό­πιοι καί ἡ προ­σφο­ρά τους στό κοι­νό τα­μεῖ­ο ἦ­ταν μι­κρή. Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τοῦ Χρι­στοῦ δέν ἔ­κα­ναν καμ­μί­α δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ τῶν δύ­ο αὐ­τῶν ὁ­μά­δων. Φαί­νε­ται ὅ­μως ὅ­τι δι­ά­φο­ροι Ἑ­βραῖ­οι τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ πού βο­η­θοῦ­σαν στά συσ­σί­τια ἔ­κα­ναν κά­ποι­ες δι­α­κρί­σεις, μέ τή σκέ­ψη πώς ἀ­φοῦ προ­σφέ­ρε­τε λι­γό­τε­ρα δι­και­οῦ­σθε καί λι­γό­τε­ρα.

Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι φυ­σι­κά δέν ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν γιὰ τό ζή­τη­μα. Κά­λε­σαν ὅ­λους τοὺς πι­στούς καί εἶ­παν: «Δέν εἶ­ναι σω­στό καί ἀ­ρε­στό στό Θε­ό νά ἀ­φή­σου­με τό κή­ρυγ­μα τοῦ Θεί­ου Λό­γου καί νά ὑ­πη­ρε­τοῦ­με στά τρα­πέ­ζια τοῦ φα­γη­τοῦ. Γι’ αὐ­τό ἐ­κλέ­ξε­τε ἀ­νά­με­σά σας ἑ­πτά ἄν­δρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι νά ἔ­χουν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α ἀ­πό ὅ­λους, νά εἶ­ναι δέ γε­μᾶ­τοι ἀ­πό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί σο­φί­α, τούς ὁ­ποί­ους ἐ­μεῖς θά ἐγ­κα­τα­στή­σου­με στήν ὑ­πη­ρε­σί­α αὐ­τή». Βλέ­που­με ὅ­τι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι δέν ἄρ­χι­σαν τίς πα­ρα­τη­ρή­σεις, δέν ἔ­στη­σαν δι­κα­στή­ρια γιά νά τι­μω­ρή­σουν τούς φταῖ­χτες. Λει­τούρ­γη­σαν μέ δη­μο­κρα­τι­κό τρό­πο καί ἡ πρό­τα­σή τους ἔ­γι­νε δε­κτή ἀ­πό ὅ­λους μέ ἀ­να­κού­φι­ση. Ἐ­κεῖ­νο πού ἐν­τυ­πω­σιά­ζει εἶ­ναι τά προ­σόν­τα πού ζή­τη­σαν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι γιά τούς ἑ­πτά δι­α­κό­νους: «Πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου καί σο­φί­ας». Ὄ­χι μό­νο δρα­στή­ριοι καί ἔ­ξυ­πνοι, ἀλ­λά νά ἔ­χουν καί πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Γιά ἕ­να ἔρ­γο ὑ­λι­κό ζη­τοῦν ἀ­πό αὐ­τούς τούς ἐρ­γά­τες νά ἔ­χουν γε­μά­τη τήν ψυ­χή τους ἀ­πό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.

Καί στήν πιό καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη χρι­στι­α­νι­κή κοι­νω­νί­α, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό ἀ­τε­λεῖς ἀν­θρώ­πους, θά ἀ­κού­γον­ται πα­ρά­πο­να καί γογ­γυ­σμοί. Ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις πού ἄν­θρω­ποι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὅ­σο κι ἄν ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν­ται δέν παύ­ουν νά πα­ρα­πο­νοῦν­ται, νά δι­α­μαρ­τύ­ρον­ται. Τά παι­διά γογ­γύ­ζουν ἐ­ναν­τί­ον τῶν γο­νέ­ων τους πού μέ­ρα νύ­χτα κο­πιά­ζουν γι’ αὐ­τά. Μα­θη­τές γογ­γύ­ζουν ἐ­ναν­τί­ον κα­λῶν δα­σκά­λων πού μο­χθοῦν γιά τήν πρό­ο­δό τους. Ἐ­νο­ρῖ­τες γογ­γύ­ζουν ἐ­ναν­τί­ον εὐ­σε­βῶν ἱ­ε­ρέ­ων πού ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γιά τήν πνευ­μα­τι­κή πρό­ο­δο τῆς ἐ­νο­ρί­ας τους.

Τί κα­κό πρᾶγ­μα, ἀ­δελ­φοί μου, ἡ γκρί­νια! Αὐ­τή γεν­νᾶ τούς μεμ­ψί­μοι­ρους, τούς ψι­θυ­ρι­στές πού συ­κο­φαν­τοῦν καί τούς πιό με­γά­λους εὐ­ερ­γέ­τες τους. Αὐ­τή ἡ γκρί­νια δι­α­λύ­ει οἰ­κο­γέ­νει­ες καί κοι­νω­νί­ες. Νά μήν γκρι­νι­ά­ζου­με λοι­πόν, νά μήν γογ­γύ­ζου­με, ἀλ­λά νά λέ­με «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ» γι’ αὐ­τά πού ἔ­χου­με καὶ γι’ αὐ­τά πού δέν ἔ­χο­με. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: