Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

Πρός
τόν Ἱ­ε­ρόν Κλῆ­ρον
καί τόν εὐ­σε­βῆ λα­όν 
τῆς κα­θ' ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως.

Θέ­μα: «Πα­σχά­λιος Ποι­μαν­το­ρι­κή Ἐγ­κύ­κλιος».

«Θα­νά­του ἑ­ορ­τά­ζο­μεν νέ­κρω­σιν,
ᾍ­δου τήν κα­θαί­ρε­σιν,
ἄλ­λης βι­ο­τῆς, τῆς αἰ­ω­νί­ου ἀ­παρ­χήν»
Ἀ­γα­πη­τοί μου,

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Μέ τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος καί Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἑ­ορ­τά­ζου­με «θα­νά­του τήν νέ­κρω­σιν, ᾋ­δου τήν κα­θαί­ρε­σιν, ἄλ­λης βι­ο­τῆς, τῆς αἰ­ω­νί­ου ἀ­παρ­χήν». Πρό­κει­ται γιά τό ἐ­πί­κεν­τρο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας καί ζω­ῆς. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­πο­τε­λεῖ τό μέ­γι­στο τῶν «με­γα­λεί­ων τοῦ Θε­οῦ» (Πράξ. 2, 11). Δι’ αὐ­τῆς φω­τί­ζον­ται καί ἀ­πο­κτοῦν νό­η­μα ἡ ἀ­γά­πη καί πρός τούς ἐ­χθρούς, ἡ θυ­σί­α πρός τόν συ­νάν­θρω­πο, ὁ ἀ­γώ­νας κα­τά τοῦ πα­λαι­οῦ, ἐ­γω­πα­θοῦς ἀν­θρώ­που, καί ἡ ζω­ή μας ὅ­λη ἐν­δύ­ε­ται ἁ­πτῶς τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Χω­ρίς τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ καί ὅ,τι φαί­νε­ται ἐν Αὐ­τῷ ὡς πρό­σω­πο, ὡς θεῖ­ο, ὡς πνεῦ­μα, ὡς ἐ­λευ­θε­ρί­α, ὡς δη­μι­ουρ­γός δύ­να­μη, θά ἦ­ταν αὐ­τα­πά­τη καί φαν­τα­σί­ω­ση, χω­ρίς καμ­μί­α βά­ση. Καί ὅ­λοι ὅ­σοι πι­στεύ­ουν στόν Ἀ­να­στάν­τα Κύ­ριο ἔ­χουν ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή με­ρί­διο στήν εἰ­ρή­νη, τή δι­καί­ω­ση, τήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί σέ ὅ­λους τους καρ­πούς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ἔ­ζη­σαν ἀ­πό κον­τά οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι, στούς ὁ­ποί­ους καί ἐμ­φα­νί­στη­κε ὁ ἀ­να­στάς Κύ­ριος, κα­θώς καί οἱ ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες, οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες καί οἱ πι­στοί ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν. Τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, αὐ­τή τήν και­νή πο­ρεί­α, βι­ώ­νου­με κι ἐ­μεῖς μέ­σα στή λα­τρευ­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι ἡ δι­α­κο­νί­α τῶν Μυ­στη­ρί­ων, διά τῶν ὁ­ποί­ων μυ­εῖ τόν ἄν­θρω­πο στήν ὑ­πέρ λό­γον ἀ­λή­θεια πού εἶ­ναι ὁ ἀ­να­στάς Χρι­στός, γιά νά τόν κα­τα­στή­σει μέ­το­χο τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς καί τῆς ἀ­θα­να­σί­ας πού μᾶς δώ­ρι­σε ἀ­πό τόν ζω­ο­δό­χο Τά­φο Του. Ὁ Χρι­στός γί­νε­ται ἡ ἀ­νά­στα­ση καί ἡ ἀ­λη­θι­νή ζω­ή ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Κα­θέ­νας ἀ­πό μᾶς ἔρ­χε­ται στό «εἶ­ναι» μέ τή γέν­νη­σή του, πο­ρεύ­ε­ται στό «εὖ εἶ­ναι» μέ τό βά­πτι­σμα καί προ­χω­ρεῖ στό «ἀ­εί εἶ­ναι» μέ τήν ἀ­νά­στα­ση. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νι­στᾶ τό Σῶ­μα τοῦ Ἀ­να­στάν­τος Χρι­στοῦ.

Συ­χνά πα­ρε­ξη­γεῖ­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα καί τήν ὑ­λι­κή κτί­ση. Ἐ­πει­δή το­νί­ζε­ται ἡ σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς, πα­ρα­με­λεῖ­ται ἡ ἀ­λή­θεια ὅ­τι καί τό σῶ­μα εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νο μέ τή σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Γιά τό λό­γο αὐ­τό καί ἀλ­λη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζον­ται: ὅ­ταν ἁ­γι­ά­ζε­ται ἡ ψυ­χή, ἁ­γι­ά­ζε­ται καί τό σῶ­μα. Κι ὅ­ταν ἁ­μαρ­τά­νει ὁ ἄν­θρω­πος, ἁ­μαρ­τά­νει καί στήν ψυ­χή καί στό σῶ­μα. Εἶ­ναι κοι­νή ἡ σω­τη­ρί­α καί ἡ ἀ­νά­στα­ση ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος, δη­λα­δή τοῦ ἀν­θρώ­που στήν ὁ­λό­τη­τά του.

Αὐ­τή ἡ βα­θειά ἑ­νό­τη­τα γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τή ἀ­πό τό γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Τό­σο ἡ ψυ­χή τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης Του ἐν­δύ­θη­κε τήν ἀ­θα­να­σί­α, ὅ­σο καί τό ὑ­λι­κό σῶ­μά Του ἐν­δύ­θη­κε τήν ἀ­φθαρ­σί­α. Οὔ­τε ἡ ψυ­χή Του, ὡς ἀν­θρώ­που, ἔ­μει­νε στόν ᾋ­δη, οὔ­τε τό σῶ­μά Του ὑ­πέ­στη τή φθο­ρά τοῦ θα­νά­του. Ὁ ἴ­διος εἶ­πε στούς μα­θη­τές Του (Λκ. 24, 38-43): «Τί τε­τα­ραγ­μέ­νοι ἐ­στέ, καί δια­τί δι­α­λο­γι­σμοί ἀ­να­βαί­νου­σιν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Ἴ­δε­τε τάς χεῖ­ράς μου καί τούς πό­δας μου ὅ­τι αὐ­τός ἐ­γώ εἰ­μι· ψη­λα­φή­σα­τέ με καί ἴ­δε­τε, ὅ­τι πνεῦ­μα σάρ­κα καί ὀ­στέ­α οὐκ ἔ­χει κα­θώς ἐ­μέ θε­ω­ρεῖ­τε ἔ­χον­τα. ... καί λα­βών ἐ­νώ­πιον αὐ­τῶν ἔ­φα­γεν», ἄν καί τό ἀ­να­στη­μέ­νο σῶ­μά Του δέν εἶ­χε ἀ­νάγ­κη τρο­φῆς.

Μέ τήν κα­τάρ­γη­ση τῆς φθο­ρᾶς τοῦ θα­νά­του ἀ­πό τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Θε­αν­θρώ­που, τό σῶ­μά μας γί­νε­ται δε­κτι­κό Χά­ρι­τος καί ἁ­για­σμοῦ. Μέ τή με­τά­λη­ψη τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, με­τέ­χου­με ὅ­λοι μας στήν Χά­ρη τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του, δι­ό­τι γι­νό­μα­στε μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Γρά­φει σχε­τι­κά ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τά σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν;» (Α΄ Κορ., 6, 15). Καί ὡς μέ­λος τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τό σῶ­μά μας γί­νε­ται κα­τοι­κη­τή­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού ἁ­γιά­ζει ὅ­λα τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τό γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ὅ­πως τό­τε ἔ­τσι καί σή­με­ρα, προ­κα­λεῖ τή λο­γι­κή μας καί μᾶς προ­σκα­λεῖ νά ἀ­φε­θοῦ­με μέ πί­στη καί ἐλ­πί­δα στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ μυ­στη­ρί­ου καί τῆς ἀ­λή­θειας τοῦ Θε­οῦ. Μᾶς προ­σκα­λεῖ νά δοῦ­με μέ τήν πί­στη τί κρύ­βε­ται στό σκο­τει­νό χῶ­ρο τοῦ θα­νά­του. Ἡ βε­βαι­ό­τη­τα τοῦ θα­νά­του φαί­νε­ται τό­σο ἀ­πό­λυ­τη, για­τί πα­ρα­μέ­νει γιά τόν κα­θέ­να ἀ­πό μᾶς ἄ­γνω­στη ἐμ­πει­ρί­α. Κα­νείς δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀ­πο­κτή­σει ἐμ­πει­ρί­α τοῦ θα­νά­του του. Κα­νείς μας δέν ἔ­χει βι­ώ­σει τόν βι­ο­λο­γι­κό θά­να­το, γιά νά μᾶς φα­νε­ρώ­σει πῶς εἶ­ναι. Βε­βαί­ως, ὁ Χρι­στός καί τά χα­ρι­σμα­τι­κά μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τός Του, οἱ Ἅ­γιοι της Ἐκ­κλη­σί­ας, φα­νέ­ρω­σαν τήν ἀν­τί­πε­ρα ὄ­χθη τῆς ζω­ῆς, τήν πραγ­μα­τι­κή καί ἄ­φθαρ­τη ζω­ή τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας με­τά τόν φυ­σι­κό θά­να­το.

Αὐ­τή ἡ βε­βαι­ό­τη­τα εἶ­ναι ἀ­πο­κά­λυ­ψη μιᾶς ἄλ­λης δι­ά­στα­σης τῆς ζω­ῆς, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως ὑ­περ­βαί­νει κα­τά πο­λύ τήν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ἐ­δῶ, ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ καί ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­βαί­νουν τά μό­να ση­μεῖ­α στή­ρι­ξης τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τό θαῦ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Χω­ρίς αὐ­τά, καμ­μί­α λο­γι­κή, καμ­μί­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἤ φι­λο­σο­φι­κή γνώ­ση, καμ­μί­α δύ­να­μη τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας καί τοῦ κό­σμου τού­του δέν μπο­ρεῖ νά φω­τί­σει τό σκο­τά­δι τοῦ θα­νά­του καί νά δι­α­λύ­σει τά ἀ­δι­έ­ξο­δά μας. Μό­νο ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, δη­λα­δή ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ ἴ­διου του Θε­οῦ, πού γί­νε­ται πί­στη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ἡ ἀ­πάν­τη­ση. Αὐ­τή μᾶς φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι ὁ θά­να­τος δέν εἶ­ναι πλέ­ον τό τέ­λος, ἀλ­λά ἔ­γι­νε ἐν Χρι­στῷ πά­σχα, δη­λα­δή δι­ά­βα­ση καί με­τά­βα­ση στήν ὄν­τως «αἰ­ώ­νιον ζω­ήν».

Βε­βαί­ως, ὁ θά­να­τος εἶ­ναι κά­τι πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με κα­θη­με­ρι­νά. Ἡ πα­ροῦ­σα ζω­ή δέν φαί­νε­ται ὅ­μως τό­σο βά­ναυ­ση καί κα­τα­πι­ε­στι­κή ὥ­στε νά ὑ­πο­τι­μή­σου­με καί νά ἀρ­νη­θοῦ­με αὐ­τόν τόν κό­σμο καί νά θε­λή­σου­με ἕ­να ἄλ­λον, ἰ­δε­ώ­δη, πού δέν ἔ­χου­με γνω­ρί­σει. Δέν εἶ­ναι πε­ρι­φρό­νη­ση τῶν ἐ­πι­γεί­ων πραγ­μά­των. Εἶ­ναι ἀ­γώ­νας γιά ἀ­λή­θεια, ἀ­γά­πη, ἐλ­πί­δα καί πί­στη. Πρό­κει­ται γιά μιά δια­ρκῆ σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό καί τόν ἄν­θρω­πο. Μί­α τέ­τοι­α ζω­ή ὑ­περ­βαί­νει τό φράγ­μα τοῦ θα­νά­του καί, τό­τε, ὄ­χι μό­νο οἱ χα­ρές, τά ἀ­γα­θά καί οἱ ὀ­μορ­φι­ές τῆς ζω­ῆς, ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί αὐ­τές οἱ λύ­πες, οἱ δο­κι­μα­σί­ες καί τά δά­κρυ­ά της με­τα­μορ­φώ­νον­ται λυ­τρω­τι­κά. Ὅ­σοι ἀ­πό μᾶς βλέ­που­με μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο τή ζω­ή, μπο­ροῦ­με νά βι­ώ­σου­με ἐν Χρι­στῷ τόν θά­να­το σάν ὕ­πνο, πού θά μᾶς ξυ­πνή­σει στήν κοι­νή ἀ­νά­στα­ση. Πρό­κει­ται γιά δρό­μο σκλη­ρό, ἐ­πί­πο­νο καί ὀ­δυ­νη­ρό, πού ὅ­μως τό τέρ­μα του εἶ­ναι λυ­τρω­τι­κό. Ἡ ζω­ή τοῦ Θε­αν­θρώ­που μᾶς δεί­χνει ὅ­τι Σταυ­ρός καί Ἀ­νά­στα­ση εἶ­ναι ἀλ­λη­λέν­δε­τα, καί ὅ­τι ὁ πό­νος τοῦ Σταυ­ροῦ καί τῆς σταυ­ρι­κῆς πο­ρεί­ας φω­τί­ζε­ται πάν­το­τε ἀ­πό τή χα­ρά τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.

«Βε­βαί­ως, δέν κη­ρύσ­σου­με Κύ­ριο τόν ἑ­αυ­τό μας, ἀλ­λά τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ἐ­νῶ τόν ἑ­αυ­τό μας δοῦ­λο σας γιά χά­ρη τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Για­τί ὁ Θε­ός πού εἶ­πε νά λάμ­ψει φῶς ἀ­πό τό σκο­τά­δι, αὐ­τός ἔ­λαμ­ψε καί στίς καρ­δι­ές μας γιά νά φέ­ρει στό φῶς τή γνώ­ση τῆς δό­ξας τοῦ Θε­οῦ στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Κι ἔ­χου­με τόν θη­σαυ­ρό αὐ­τό μέ­σα σέ εὔ­θρα­στα σκεύ­η, γιά νά φα­νεῖ ὅ­τι τέ­τοι­α ὑ­περ­βο­λι­κή δύ­να­μη εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ καί δέν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό μᾶς. Πι­ε­ζό­μα­στε μέ κά­θε τρό­πο, ἀλ­λά δέν φτά­νου­με σέ ἀ­δι­έ­ξο­δο· βρι­σκό­μα­στε σέ ἀ­μη­χα­νί­α, ἀλ­λ’ ὄ­χι καί σέ ἀ­πελ­πι­σί­α· δι­ω­κό­μα­στε ἀλ­λά δέν ἐγ­κα­τα­λεί­που­με, κα­τα­βαλ­λό­μα­στε ἀλ­λά δέν χα­νό­μα­στε. Πάν­το­τε φέ­ρου­με στό σῶ­μά μας τόν θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, γιά νά φα­νε­ρω­θεῖ καί ἡ ζω­ή τοῦ Ἰ­η­σοῦ στό σῶ­μά μας. Δι­ό­τι, ἐ­νῶ ζοῦ­με, πα­ρα­δι­νό­μα­στε πάν­το­τε σέ θά­να­το χά­ριν τοῦ Ἰ­η­σοῦ, γιά νά φα­νε­ρω­θεῖ καί ἡ ζω­ή τοῦ Ἰ­η­σοῦ στό θνη­τό μας σῶ­μα. Ὥ­στε ὁ μέν θά­να­τος συν­τε­λεῖ­ται σέ μᾶς, ἀλ­λά ἡ ζω­ή σέ σᾶς» (Κορ. Β΄ 4, 5-12).

Ἡ ἀ­λη­θι­νή ζω­ή δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν πη­γή τῆς ζω­ῆς, τόν Θε­ό. Τό νό­η­μα τῆς ζω­ῆς βρί­σκε­ται συ­νε­πῶς σέ σχέ­ση καί ἀ­να­φο­ρά πρός τόν Κύ­ριο. Ὅ­ποι­ος ἀ­πο­συν­δέ­ε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κά νε­κρός. Ἀ­κό­μη καί οἱ με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­ρε­τές καί τά ἀ­γα­θό­τε­ρα χα­ρί­σμα­τα δέν ὑ­πάρ­χουν ἀ­πό μό­να τους, ἀλ­λά κα­θί­σταν­ται λει­ψά χω­ρίς τήν ἀ­να­στά­σι­μη προ­ο­πτι­κή. Γιά μᾶς τούς πι­στούς, ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἡ ἐκ­μη­δέ­νι­ση τοῦ θα­νά­του καί ἡ πη­γή τῆς ζω­ῆς πέ­ρα ἀ­πό τόν τά­φο. Εἶ­ναι ἡ ἀ­παρ­χή μιᾶς «ἄλ­λης βι­ο­τῆς, τῆς αἰ­ω­νί­ου». Ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καί ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει καί μᾶς ἐγ­γυᾶ­ται τό «πε­ρισ­σόν τῆς ζω­ῆς» καί τή συ­νέ­χειά της στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2014
Μέ πα­τρι­κές εὐ­χές
Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της

+ ο χιου, ψα­ρων και οι­νουσ­σων ΜΑΡΚΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: