Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

2 Νοεμβρίου 2014 - Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 44
Κυ­ρια­κὴ Ε΄ Λου­κᾶ
2 Νο­εμ­βρί­ου 2014
Λου­κᾶ ι­στ΄ 19 – 31

Ἡ φι­λαρ­γυ­ρί­α τῶν Γραμ­μα­τέ­ων καὶ τῶν Φα­ρι­σαί­ων στά­θη­κε ἀ­φορ­μὴ γιὰ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει ὁ Χρι­στὸς τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ πλού­σιου καὶ τοῦ φτω­χοῦ Λα­ζά­ρου, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, καὶ ἡ ὁ­ποί­α μᾶς με­τα­φέ­ρει μη­νύ­μα­τα καὶ νο­ή­μα­τα οὐ­ρά­νιας ἐμ­βέ­λειας καὶ ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας.

Οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι ἔ­βλε­παν σὰν εὔ­νοι­α τοῦ Θε­οῦ τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καὶ χρη­μά­των καὶ κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση σὰν ἀ­πο­δει­κτι­κὸ στοι­χεῖ­ο καὶ πι­στο­ποί­η­ση τοῦ «κα­λοῦ ἑ­αυ­τοῦ τους». Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο δι­καί­ω­ναν τὸν ἑ­αυ­τὸ τους μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἀ­δι­α­φο­ροῦ­σαν βέ­βαι­α γιὰ τὶς προ­θέ­σεις καὶ δι­α­θέ­σεις τους ποὺ κα­θρέ­φτι­ζαν τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κή τους ἀ­κα­τα­στα­σί­α καὶ κυ­ρί­ως τὴν ἀ­ξε­πέ­ρα­στη ὑ­πο­κρι­σί­α τους.

Αὐ­τὴ ἡ ἀν­τί­λη­ψη δυ­στυ­χῶς δι­α­περ­νᾶ στὸ χρό­νο καὶ φθά­νει μέ­χρι καὶ τὶς δι­κές μας μέ­ρες μὲ δι­ά­φο­ρες μορ­φές. Γι­’ αὐ­τὸ καὶ ἐ­πι­βάλ­λε­ται με­γά­λη προ­σο­χὴ γιὰ νὰ μὴν πέ­σου­με στὴν πα­γί­δα ποὺ τό­σο ἀ­δί­στα­κτα στή­νει ἡ φα­ρι­σα­ϊ­κὴ ὑ­πο­κρι­σί­α. Ἡ ἐ­γω­ι­στι­κὴ κα­λο­πέ­ρα­ση σ’ αὐ­τὸ τὸν κό­σμο, μπο­ρεῖ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­πώ­λεια τῆς κοι­νω­νί­ας τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δὴ τῆς Οὐ­ρά­νιας Βα­σι­λεί­ας. Ἀν­τί­θε­τα, οἱ δο­κι­μα­σί­ες τῆς ζω­ῆς μπο­ρεῖ νὰ λει­τουρ­γή­σουν ὡς δεῖ­κτες ποὺ πα­ρα­πέμ­πουν στὸν Πα­ρά­δει­σο, ἀρ­κεῖ νὰ τὶς ἀ­πο­δε­χό­μα­στε μὲ πί­στη, ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἐλ­πί­δα. Μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ πλού­σιου καὶ τοῦ πτω­χοῦ Λα­ζά­ρου, ἑ­πο­μέ­νως, δί­νον­ται μη­νύ­μα­τα ζω­τι­κῆς ση­μα­σί­ας ποὺ μᾶς προ­φυ­λάσ­σουν ἀ­πὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νες πα­γί­δες.

Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς κα­τα­κρα­τοῦ­σε ὅ­λα του τὰ ἀ­γα­θὰ μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Ὁ ἐ­γω­ι­σμός του, τοῦ προ­κα­λοῦ­σε τό­ση ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­κα­τα­στα­σί­α, ὥ­στε κλει­νό­ταν ἑρ­μη­τι­κὰ στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ πε­ρι­φρο­νοῦ­σε τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τὸ εἶ­χε συ­νέ­πει­ες καὶ γιὰ τὸν ἴ­διο ποὺ πα­ρέ­με­νε χω­ρὶς πρό­σω­πο, δη­λα­δὴ χω­ρὶς ὄ­νο­μα. Ἡ πα­ρα­βο­λὴ κά­νει λό­γο ἀ­ό­ρι­στα καὶ γε­νι­κὰ γιὰ κά­ποι­ον πλού­σιο, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη προ­βάλ­λει τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ πτω­χοῦ Λα­ζά­ρου.

Αὐ­τὴ τὴν ἀ­λή­θεια πρέ­πει νὰ τὴν προ­σέ­ξου­με ἰ­δι­αί­τε­ρα σή­με­ρα. Ὁ πο­λι­τι­σμὸς μας εὐ­νο­εῖ τὴν ὑ­περ­τρο­φι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καὶ τοῦ ἀ­το­μι­σμοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που. Γι­’ αὐ­τὸ καὶ ὑ­πε­ρι­σχύ­ει ἡ ἀλ­λη­λο­πε­ρι­φρό­νη­ση καὶ ὁ πα­ραγ­κω­νι­σμός. Ὁ ἄν­θρω­πος σή­με­ρα στε­ρεῖ­ται προ­σω­πι­κῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ ἔ­τσι χά­νει τὴν ἀ­ξί­α του ὑ­πο­τασ­σό­με­νος σὲ θε­σμοὺς καὶ συ­στή­μα­τα ποὺ σὲ ἀρ­κε­τὲς πε­ρι­πτώ­σεις λει­τουρ­γοῦν στραγ­γα­λι­στι­κὰ καὶ ἐ­ξου­θε­νω­τι­κά. Πολ­το­ποι­εῖ­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τά του σὲ μί­α ἀ­νώ­νυ­μη μᾶ­ζα καὶ κα­ταν­τᾶ ἕ­νας ἁ­πλὸς ἀ­ριθ­μός.

Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς ἤ­θε­λε ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι νὰ τὸν ὑ­πη­ρε­τοῦν καὶ νὰ τὸν φρον­τί­ζουν, ἐ­νῶ αὐ­τὸς δὲν προ­σέ­φε­ρε τί­πο­τε. Οὔ­τε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὰ πε­ρισ­σεύ­μα­τα τῶν ἀ­γα­θῶν του. Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ του αὐ­τὴ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται στὴ στά­ση ποὺ τη­ροῦ­σε ἀ­πέ­ναν­τι στὸν πτω­χὸ Λά­ζα­ρο.

Μέ­σα ἀ­πὸ τὶς ἀν­τι­θέ­σεις ποὺ ἐ­ναλ­λάσ­σον­ται στὴ δι­ή­γη­ση, προ­βάλ­λει ἀ­πὸ τὴ μί­α ἡ κα­λο­πέ­ρα­ση τοῦ πλου­σί­ου καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἡ ἐ­ξα­θλί­ω­ση τοῦ Λα­ζά­ρου. Ἀ­κρι­βῶς, τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μᾶς βο­η­θεῖ ν’ ἀ­να­κα­λύ­πτου­με μέ­σα σ’ αὐ­τὲς τὶς ἀν­τι­θέ­σεις τὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ αἰ­ώ­νια ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. «Πα­ρά­γει τὸ σχῆ­μα τοῦ κό­σμου τού­του». Αὐ­τὸς ὁ κό­σμος περ­νά­ει. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ «μέ­νει εἰς τὸν αἰ­ῶ­να» εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Θε­οῦ, τὴν ὁ­ποί­α κα­λεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ στὴ ζω­ή του.

Τὸ ὄ­νο­μα Λά­ζα­ρος ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς βο­η­θός μου». Αὐ­τὸ με­του­σί­ω­νε σὲ πρά­ξη κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς ὁ Λά­ζα­ρος μέ­σα ἀ­πὸ τὴν φτώ­χεια καὶ τὴ βα­ρειὰ ἀρ­ρώ­στιά του. Προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει μὲ ψί­χου­λα ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Τό­σο ἀ­δύ­να­τος ἦ­ταν ὁ Λά­ζα­ρος, ὥ­στε δὲν μπο­ροῦ­σε οὔ­τε τὰ σκυ­λιὰ ν’ ἀ­πο­μα­κρύ­νει ποὺ ἔρ­χον­ταν καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του καὶ μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο τοῦ προ­ξε­νοῦ­σαν φο­βε­ροὺς πό­νους.

Πα­ρὰ τὴ δυ­στυ­χί­α καὶ τὸν πό­νο του, ὁ Λά­ζα­ρος πο­τὲ δὲν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Καὶ αὐ­τό, σ’ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴ νο­ο­τρο­πί­α τὴ δι­κή μας σή­με­ρα ποὺ ὑ­ψώ­νου­με συ­νε­χῶς φω­νὲς δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας νο­μί­ζον­τας ὅ­τι μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο μπο­ροῦ­με νὰ φτι­ά­ξου­με τὸν κό­σμο, σύμ­φω­να μὲ τὶς δι­κές μας ἐ­πι­θυ­μί­ες.

Ὁ θά­να­τος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε πρῶ­τα τὸ Λά­ζα­ρο καὶ με­τὰ τὸν πλού­σιο τῆς πα­ρα­βο­λῆς. Ἡ ζω­ὴ τοῦ πλου­σί­ου, σύμ­φω­να πάν­τα μὲ τὴ δι­ή­γη­ση, με­τὰ τὸ θά­να­το εἶ­ναι γε­μά­τη βά­σα­να καὶ πό­νους. Πο­νοῦ­σε μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­ταν ἔ­βλε­πε τὸ Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­άμ. Στε­ρε­ώ­νε­ται μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν ἀ­με­τα­νο­η­σί­α του ὅ­ταν φέ­ρε­ται νὰ ζη­τεῖ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ νὰ ἀ­να­στη­θεῖ ὁ Λά­ζα­ρος ὥ­στε μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο νὰ ἐ­ξα­ναγ­κα­σθοῦν τὰ πέν­τε ἀ­δέλ­φια του νὰ πι­στεύ­σουν. Πί­σω ὅ­μως ἀ­πὸ τὸ ἐ­πι­φα­νεια­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους, μπο­ρεῖ νὰ δι­α­κρί­νει κά­ποι­ος τὸν ἐ­γω­ι­σμό του μὲ τὸ νὰ ρί­χνει τὶς εὐ­θύ­νες γιὰ τὴν κα­τά­στα­σή του στὸ Θε­ό. Ἀ­φοῦ ὁ Θε­ὸς δὲν κά­νει «θαύ­μα­τα» γιὰ νὰ μᾶς ἐ­ξα­ναγ­κά­σει νὰ ζοῦ­με στὴν ἀ­γά­πη του, τό­τε δὲν φταῖ­με ἐ­μεῖς ποὺ βι­ώ­νου­με τὴν κό­λα­ση τῆς ἀ­που­σί­ας του.

Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ἡ πρό­κλη­ση ποὺ ὑ­ψώ­νει ἐ­νώ­πιόν μας ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ εἶ­ναι νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με τὴν ἐ­ξάρ­τη­ση ποὺ προ­σφέ­ρουν τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ καὶ σὲ ὅ­ποι­α κα­τά­στα­ση κι ἂν βρι­σκό­μα­στε νὰ ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας στὸ Θε­ό. Μό­νο κον­τά Του θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀ­να­παυ­θοῦ­με στὴν μό­νι­μη χα­ρὰ ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ πα­ρου­σί­α Του καὶ νὰ πά­ρου­με γεύ­σεις τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ πλού­του τῆς ζω­ῆς. Ἡ στά­ση ποὺ μὲ με­γά­λη πί­στη καὶ ὑ­πο­μο­νὴ τη­ροῦ­σε ὁ Λά­ζα­ρος μέ­σα ἀ­πὸ τὴ φτώ­χεια καὶ τὸν πό­νο του, ἂς γί­νει ὁ­δη­γὸς καὶ πυ­ξί­δα στὴ δι­κή μας ζω­ή. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: