Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἦχος α' Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΙΕΡΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

1 Μαρτίου 2015 - Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν - Τῆς Ὀρθοδοξίας

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 9
Κυ­ρια­κὴ Α΄ Νη­στει­ῶν - Τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας
1 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. ι­α΄ 24 - 26, 32 – 40 )

«Καὶ οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες διὰ τῆς πί­στε­ως
οὐκ ἐ­κο­μί­σαν­το τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν» (Ἑ­βρ. ι­α΄, 39)

Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, εἶ­ναι ἡ πρώ­τη Κυ­ρια­κή τῶν Νη­στει­ῶν, τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἡ­μέ­ρα τι­μῆς πρός τήν ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α αἰ­ῶ­νες τώ­ρα πο­λε­μεῖ­ται ἀλ­λά πάν­το­τε νι­κᾷ. Σή­με­ρα δι­α­βά­σα­με μί­α πε­ρι­κο­πή ἀ­πό τήν πρός Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λή τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Ὅ­λο τό 11ο κε­φά­λαι­ο εἶ­ναι ἕ­νας ὑ­πέ­ρο­χος ὕ­μνος τῆς πί­στε­ως μέ πρῶ­το στί­χο τόν ὁ­ρι­σμό της: «Ἔ­στι δὲ πί­στις ἐλ­πι­ζο­μέ­νων ὑ­πό­στα­σις, πραγ­μά­των ἔ­λεγ­χος οὐ βλε­πο­μέ­νων» δηλ. πί­στη εἶ­ναι ἡ ἀ­δί­στα­κτη καί ἀ­κλό­νη­τη πε­ποί­θη­ση στήν πραγ­μα­τι­κή καί βέ­βαι­η ὕ­παρ­ξη ἀ­γα­θῶν, τά ὁ­ποῖ­α ἐλ­πί­ζο­με. Ἀ­πό­δει­ξη καί βε­βαι­ό­τη­τα γιά πράγ­μα­τα πού δέν βλέ­πον­ται μέ τά μά­τια τοῦ σώ­μα­τος καί τά ὁ­ποῖ­α ἐν τού­τοις, χά­ρις σ’ αὐ­τήν, εἶ­ναι σάν νά τά βλέ­πο­με μέ τά μά­τια μας καί νά τά πι­ά­νου­με μέ τά χέ­ρια μας.

Μνη­μο­νεύ­ον­ται ὀ­νό­μα­τα ἡ­ρώ­ων τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ πί­στη στόν ἀ­λη­θι­νό καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πέ­τυ­χαν με­γά­λα καί θαυ­μα­στά κα­τορ­θώ­μα­τα καί προ­βάλ­λον­ται σάν πα­ρα­δείγ­μα­τα γιά μί­μη­ση στούς πι­στούς ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων. Πῶς ὅ­μως θά τούς μι­μη­θοῦ­με;

Κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν ἡ­ρῴ­ων πρό Χρι­στοῦ ἀλ­λά καί τῶν ἡ­ρῴ­ων τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ 20 αἰ­ώ­νων -για­τί κά­θε ἐ­πο­χή ἔ­χει τούς ἁ­γί­ους καί τούς μάρ­τυ­ρές της μέ­χρι σή­με­ρα- ἦ­ταν καί εἶ­ναι ἡ στα­θε­ρό­τη­τα στήν πί­στη. Στήν πί­στη πού δι­ε­κή­ρυ­ξαν οἱ Προ­φῆ­τες, πού δί­δα­ξαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες, οἱ ὅ­σιοι Ὁ­μο­λο­γη­τές. Αὐ­τή τήν πί­στη πού ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν οἱ ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες μέ τήν γεν­ναί­α καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τη στά­ση τους. Ὅ­λα τά ἑ­κα­τομ­μύ­ρια τῶν ἁ­γί­ων πού, ἀ­πό κεῖ πού τώ­ρα βρί­σκον­ται, πα­ρα­κο­λου­θοῦν τούς ἀ­γῶ­νες τῶν ση­με­ρι­νῶν χρι­στια­νῶν καί προ­σεύ­χον­ται καί πε­ρι­μέ­νουν νά προ­στε­θοῦν κι ἄλ­λοι στήν ἱ­ε­ρή φά­λαγ­γα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

Μᾶς λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­τι, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς με­γά­λω­σε, βρέ­θη­κε σέ με­γά­λο δί­λημ­μα. Ἀ­πό τή μί­α ὁ πλα­τύς δρό­μος πού ὁ­δη­γοῦ­σε στό πα­λά­τι τοῦ Φα­ρα­ώ, στούς θη­σαυ­ρούς τῆς Αἰ­γύ­πτου, σέ μί­α ζω­ή γε­μά­τη πλού­τη καί ἀ­πο­λαύ­σεις καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ὁ στε­νός δρό­μος τῆς κα­κο­πά­θειας, τοῦ ὀ­νει­δι­σμοῦ καί τῶν στε­ρή­σε­ων κον­τά στό λα­ό τοῦ Θε­οῦ. Για­τί δι­ά­λε­ξε αὐ­τόν τόν ἀ­νη­φο­ρι­κό, τόν δύ­σκο­λο δρό­μο; Τό ἔ­κα­με χά­ριν τῆς ἀ­λη­θι­νῆς του πί­στε­ως στόν Θε­ό. Ἀρ­νή­θη­κε τή θέ­ση του κον­τά στόν Φα­ρα­ώ γιά νά μήν ἐ­πη­ρε­α­σθεῖ ἀ­πό τό εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό πε­ρι­βάλ­λον τῶν ἀ­να­κτό­ρων καί ἔ­φυ­γε ὄ­χι μέ θλί­ψη ἀλ­λά μέ πε­ρι­φρό­νη­ση πρός τίς βα­σι­λι­κές τι­μές.

Προ­τί­μη­σε νά πα­ρα­μεί­νει υἱ­ός Ἀ­βρα­άμ πα­ρά υἱ­ός τῆς κό­ρης τοῦ βα­σι­λέ­ως. Πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα τά κα­λά καί τά χρυ­ςᾶ τοῦ πα­λα­τιοῦ, ἔ­βα­λε τήν πί­στη τῶν προ­γό­νων του. Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς κά­νουν οἱ ἅ­γιοι κά­θε ἐ­πο­χῆς. Μέ δύ­ο λέ­ξεις ἐκ­φρά­ζουν ὅ­λη τήν ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως καί τήν μέ­χρι θα­νά­του στα­θε­ρό­τη­τα στήν ἀ­νό­θευ­τη δι­δα­σκα­λί­α τῆς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. «Χρι­στια­νός εἰ­μι», εἶ­μαι Χρι­στια­νός! Γι’ αὐ­τό τό με­γά­λο ἀ­ξί­ω­μα, ὅ­πως τό χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, οἱ ἅ­γιοι λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­στη­καν, κά­η­καν στίς φω­τι­ές, θα­να­τώ­θη­καν μέ σφα­γή. Ἀ­μέ­τρη­τα τά εἴ­δη τῶν βα­σα­νι­στη­ρί­ων πού ὑ­πέ­μει­ναν γιά τοῦ Χρι­στοῦ τήν πί­στη τήν ἁ­γί­α.

Οἱ δε­λε­α­στι­κές προ­τά­σεις, γιά πλού­τη καί ἄ­νε­τη ζω­ή, ἤ οἱ φο­βε­ρές ἀ­πει­λές τῶν δι­ω­κτῶν δέν μπο­ροῦ­σαν νά νι­κή­σουν τή δύ­να­μη τῆς πί­στης πού ἔ­κρυ­βαν ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, νέ­οι, παι­διά, γέ­ρον­τες καί νή­πια ἀ­κό­μη. Τέ­τοι­α πί­στη κα­λού­μα­στε νά ἔ­χου­με κι ἐ­μεῖς. Νά μή δει­λι­ά­ζου­με, νά μή συμ­βι­βα­ζό­μα­στε, νά μέ­νου­με ὄρ­θιοι ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι καί νά ἀ­πο­βλέ­που­με εἰς τήν μι­σθα­πο­δο­σί­αν, ὅ­πως γρά­φει γιά τόν Μω­υ­σῆ ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν.

Νά τό δεύ­τε­ρο ἐν­τυ­πω­σια­κό ση­μεῖ­ο στή ζω­ή τῶν ἁ­γί­ων: ἡ προσ­δο­κί­α τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Στή δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ἔ­ρι­χναν ὅ­λο τό βά­ρος. Γι’ αὐ­τήν πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν τά πλού­τη καί τίς τι­μές καί ὑ­πέ­με­ναν τά φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ρια. «Δρι­μύς ὁ χει­μών ἀλ­λά γλυ­κύς ὁ Πα­ρά­δει­σος», ἔ­λε­γε ὁ Κάν­δι­δος, ἕ­νας ἀ­πό τούς Τεσ­σα­ρά­κον­τα μάρ­τυ­ρες στήν πα­γω­μέ­νη λί­μνη τῆς Σε­βα­στεί­ας. Μέ μί­α νύ­χτα ἄς ἀ­γο­ρά­σου­με τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Κι ἔ­τσι στη­ρί­ζον­τας καί ἐν­θαρ­ρύ­νον­τας ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λον ἔ­μει­ναν μέ­χρι τό τέ­λος νι­κη­τές.

Μί­α ἡ σκέ­ψη τῶν μαρ­τύ­ρων: πό­τε θά ἔλ­θει ἡ ὥ­ρα γιά νά συ­ναν­τή­σουν τόν Χρι­στό μας στή Βα­σι­λεί­α Του. Καί βα­δί­ζουν πρός τό θά­να­το μέ χα­ρά σάν νά πη­γαί­νουν «σέ χα­ρές καί ξε­φαν­τώ­μα­τα», ὅ­πως γρά­φει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της.

Ὁ ἀρ­χη­γός τῆς πί­στης μας, ἀ­δελ­φοί μου, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός μι­σή­θη­κε, χλευ­ά­σθη­κε, ὑ­βρί­σθη­κε, δέ­χθη­κε ρα­πί­σμα­τα, ἀγ­κά­θι­νο στε­φά­νι, ἀ­τι­μω­τι­κό θά­να­το. Μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο ἔ­γι­νε τό πρό­τυ­πο πρός μί­μη­ση ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν. Στά ἴ­χνη τοῦ Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ μας ἄς βα­δί­ζου­με κι ἐ­μεῖς γιά νά μεί­νου­με στα­θε­ροί στήν πί­στη μας μέ­χρι τέ­λους. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: